unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - ΑΡΘΡΑ - ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ - ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ - UNFOLLOW 25 - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΥΡΩ 'Η ΔΡΑΧΜΗ;

Από τη «σκληρή δραχμή» στον φόρο τιμής στο «λίκνο του πολιτισμού»

| Τεύχος Ιανουάριος 2014

Το ισχυρό ευρώ πρόσφερε στην Ελλάδα ευνοϊκότερες προοπτικές ανάπτυξης με περιορισμό του συναλλαγματικού κινδύνου και χαμηλό κόστος χρηματοδότησης. Όπως, όμως, και με Τη «σκληρή δραχμή», Το νέο νόμισμα δεν αντιστοιχούσε στα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, η οποία επιπλέον δεν είχε τη δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολίτικης. Μια αναδρομή στην ενταξιακή πορεία της Ελλάδας και τι συνέβη από τον «εκσυγχρονισμό» και μετά...


Ανάλογα με το πώς προσδιορίζει κανείς τη γενεαλογία της ευρωπαϊκής ιδέας, οι απαρχές του κοινού νομίσματος –το οποίο, πέραν όλων των άλλων, επικοινωνήθηκε ακριβώς ως στοιχείο ταυτότητας–  θα μπορούσαν  να αναζητηθούν  στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στη δεκαετία του 1970, ή ακόμα και στα τέλη του 19ου αιώνα με τη βραχύβια Λατινική Νομισματική Ένωση (1865-1927), όπου εντάχθηκε η Ελλάδα το 1868 και αποβλήθηκε το 1908. Κατά γενική ομολογία ωστόσο το ευρώ, όπως το κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, είναι συνυφασμένο με την πορεία της Ευρώπης από το Μάαστριχτ και μετά. Η πτώση του ανατολικού συνασπισμού και η επανένωση της Γερμανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε βάλει τις βάσεις για μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της ισχυρότερης οικονομίας της ηπείρου. Δύο δεκαετίες πριν τη δήλωση του Ζακ Ντελόρ στον βρετανικό Telegraph, το Δεκέμβριο του 2011, πως το ευρώ ήταν «καταδικασμένο από την αρχή», οι αρχιτέκτονες του ενιαίου νομίσματος πίστευαν πως η νομισματική ένωση θα ανάγκαζε την Ευρώπη να ενοποιηθεί και πολιτικά.

Προς το τέλος του 1995, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης αποφασίζει την υιοθέτηση ενός σταθερού κοινού νομίσματος. Θα ονομαζόταν ευρώ και θα ελεγχόταν από μια ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, η οποία θα έπρεπε  να δημιουργηθεί  εγκαίρως, ώστε από  την 1η Ιανουαρίου 1999 η Ευρώπη να εισέλθει στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), σύμφωνα με τα κριτήρια σύγκλισης, τα πρωτόκολλα  και τις διαδικασίες που είχαν προβλεφθεί  στη Σύνοδο  Κορυφής του Μάαστριχτ, το Δεκέμβριο του 1991. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ επικυρώθηκε από την ελληνική Βουλή τον Ιούλιο του 1992 και μπήκε σε εφαρμογή από 1η Νοεμβρίου 1993. Το πρώτο στάδιο της ΟΝΕ είχε ξεκινήσει νωρίτερα, την 1η Ιουνίου 1990, με την κατάργηση των ελέγχων διακίνησης κεφαλαίου από τις χώρες του Ενιαίου Νομισματικού Συστήματος  (ΕMS). Το δεύτερο στάδιο ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 1994 με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου, προπομπού  της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), του θεματοφύλακα του ευρώ. Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, θα κλειδώνονταν αμετάκλητα  οι συναλλαγματικές  ισοτιμίες ανάμεσα στα εθνικά νομίσματα που θα εισέρχονταν στο ευρώ.

«Πρωταρχικός στόχος της ευρωπαϊκής ένωσης να μειωθεί η ανεργία»

Για πολλούς αναλυτές εκείνης της εποχής, το κοινό νόμισμα δεν θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο από ένα αναβαπτισμένο μάρκο, πάνω στο οποίο θα ενοποιούνταν η Γηραιά Ήπειρος έπειτα από αιώνες πολιτικού και οικονομικού κατακερματισμού, επαναδιεκδικώντας  –γιατί όχι;– την παγκόσμια ηγεμονία. Οι κερδοσκοπικές κρίσεις της περιόδου 1992-1993, απέναντι κυρίως στη βρετανική στερλίνα, έδειξαν τα όρια αυτών των οραμάτων ισχύος αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM), που αποτελούσε έναν πρώτο οδηγό νομισματικής ενοποίησης. Αυτός είχε δημιουργηθεί στα πλαίσια της ΕΟΚ το 1979, με σκοπό να ελεγχθεί η διακύμανση των εθνικών νομισμάτων, με απώτερο σκοπό τη σύγκλιση σε μια ενιαία τιμή. Από τη στιγμή που ένα νόμισμα έμπαινε στον ERM αποκτούσε μια ισοτιμία σε σχέση με την ηλεκτρονική νομισματική μονάδα ECU, που συναπαρτιζόταν  από ένα καλάθι ευρωπαϊκών νομισμάτων και μετρούσε αγαθά, υπηρεσίες και περιουσιακά στοιχεία στις χώρες του EMS. To ECU αντικαταστάθηκε από το ευρώ την 1/1/1999 με ισοτιμία 1:1. Το σύμβολο του ευρώ αναπαριστά  το ελληνικό γράμμα έψιλον, ως φόρο τιμής «στο λίκνο του πολιτισμού», κατά την ΕΚΤ, ενώ οι δύο γραμμές συμβολίζουν τη σταθερότητα του νομίσματος.

Η περίοδος της προενταξιακής προετοιμασίας παρουσιάζει το ίδιο ενδιαφέρον –αν όχι μεγαλύτερο, καθώς ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά τη διαρθρωτική δυσκαμψία που επέβαλε το Μάαστριχτ ελαττώθηκε σε σχέση με αυτόν της αμερικανικής, όταν τη δεκαετία του ’80 βρισκόταν στα ίδια περίπου επίπεδα. Επιπλέον, για την Ελλάδα, είναι η περίοδος όπου διακρίνεται η αδυναμία του πολιτικού συστήματος στα πλαίσια των δικών του νέων στρατηγικών επιλογών να αναμορφώσει την πορεία ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας με όρους ουσιαστικής παραγωγικής ανασυγκρότησης.

u25-simitis-euro-960

Στη σύνοδο των ηγετών των 15 τότε κρατών-μελών της ΕΕ, που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 1995, η Ελλάδα εκπροσωπούνταν  από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Άκη Τσοχατζόπουλο, λόγω της ασθένειας του πρωθυπουργού  Ανδρέα Παπανδρέου. Οι ευρωπαίοι ηγέτες έλαβαν αποφάσεις όχι μόνο για το όνομα του κοινού νομίσματος αλλά και για τη διεύρυνση της ΕΕ και την απασχόληση/ανεργία, που από τότε δοκίμαζε την πίστη των ευρωπαίων πολιτών στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Από τις πρώτες κιόλας γραμμές των συμπερασμάτων  της ισπανικής προεδρίας διαβάζουμε πως «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θεωρεί ότι η δημιουργία θέσεων απασχόλησης  είναι ο πρωταρχικός  κοινωνικός και οικονομικός στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών, και δηλώνει τη σταθερή απόφασή του να συνεχίσει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να μειωθεί η ανεργία». Αν μη τι άλλο, συγκρινόμενη με σήμερα η ανακολουθία λόγων και πράξεων του 1995 παραμένει εντυπωσιακά συνεπής.

Είχε προηγηθεί τον περασμένο Ιούνιο εκείνης της χρονιάς η σύνοδος κορυφής των Καννών (26-27/6/1995) με θέμα το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης, όπου η ελληνική κυβέρνηση πιεζόταν ασφυκτικά από τους εταίρους της να δεχτεί την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων  της Ένωσης με την Τουρκία και να άρει το εμπάργκο κατά της FYROM, κάτι που έγινε λίγους μήνες μετά, με την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στη Νέα Υόρκη. Ένας από τους παράγοντες  που συνηγορούσαν στην ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ ήταν και η γενική πεποίθηση πως μ’ αυτό τον τρόπο θα ισχυροποιούνταν η διεθνής θέση της χώρας προς όφελος των εθνικών θεμάτων, με σημαντικότερο όλων το Κυπριακό. Η πεποίθηση αυτή έμοιαζε να δικαιώνεται στα πρώτα χρόνια του ευρώ, αλλά διαψεύστηκε όταν η διεθνής κρίση χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης.

«Ο πληθωρισμός Αποτελεί τη χειρότερη μορφή κοινωνικής αδικίας»

Διαδεχόμενη την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που είχε αποτύχει να σταθεροποιήσει την οικονομία με θεραπείες-σοκ και να αντιμετωπίσει την εκτεταμένη φοροδιαφυγή  (οι άμεσοι φόροι την περίοδο 1981-92 στο ΑΕΠ ήταν οι χαμηλότεροι μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ), η τρίτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου  εγκατέλειπε οριστικά τη νομισματική επέκταση της δεκαετίας του ’80, ακολουθώντας την προδιαγεγραμμένη πορεία της σοσιαλδημοκρατίας στα χνάρια του Τρίτου Δρόμου.

Στην κατεύθυνση της σταθεροποιητικής  πολιτικής, που κέρδιζε διαρκώς έδαφος, για τους λάθος πιθανώς λόγους, μέσα στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ ήδη από το πρώτο πρόγραμμα λιτότητας του 1985-87, ανακοινώθηκε στις 5 Μαΐου 1995, από τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γιάννο Παπαντωνίου, η πτώση του πληθωρισμού κάτω του 10% για πρώτη φορά μετά από 22 χρόνια. Όπως θα έλεγε αργότερα ο ίδιος υπουργός από το βήμα του 6ου Συνεδρίου του κόμματος (12/10/2001), «ο πληθωρισμός αποτελεί τη χειρότερη μορφή κοινωνικής αδικίας». Είχαν προηγηθεί το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, η κρίση του αγροτικού τομέα και οι ολοένα αυξανόμενες κοινωνικές αντιδράσεις στην εισοδηματική πολιτική που έφεραν το ΠΑΣΟΚ οριακό νικητή στις εθνικές εκλογές του 2000. Ο Γιάννος Παπαντωνίου  παρέμεινε επικεφαλής στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και αφότου ανέλαβε πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης τον Ιανουάριο του 1996, συνεχίζοντας την εφαρμογή του Αναθεωρημένου Προγράμματος  Σύγκλισης 1994-99. Οι δύο τους, μαζί με τον Γιάννη Στουρνάρα  και τον Λουκά Παπαδήμο, υπήρξαν οι βασικοί πρωταγωνιστές της προενταξιακής πορείας.

Την περίοδο του Προγράμματος  Σύγκλισης ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας ήταν 3,4% ετησίως, υποβοηθούμενος  ιδίως τα πρώτα χρόνια  από  διψήφια ποσοστά  δημόσιων επενδύσεων,  αλλά  και από  τις συμπράξεις του Β’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (το οποίο κατευθύνθηκε στις υποδομές  και τα λεγόμενα «μεγάλα έργα» – που αποτέλεσαν  κύριο σύνθημα των ελεγχόμενων από μια νέα γενιά εθνικών εργολάβων ΜΜΕ). Όμως, ούτε το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώθηκε, ούτε η ανεργία, που μεταξύ 1993 και 2000 ανέβηκε από 9,7% σε 12%, ενώ μετά το 1995 κλιμακώθηκε η μερική απασχόληση.

«Η στρατηγική της σκληρής δραχμής αποδείχτηκε απόλυτα αξιόπιστη και επιτυχής»

Η λεγόμενη περίοδος του εκσυγχρονισμού, όπου η Ελλάδα ανοίχτηκε πλήρως στις παγκοσμιοποιημένες ροές κεφαλαίου, απελευθερώνοντας το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, εγκαινιάζοντας τις συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα και επιταχύνοντας την εθνική της οικονομία προς τον τομέα των υπηρεσιών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία προς το ευρώ. Βασικός άξονας των κυβερνήσεων Σημίτη ήταν η αντιπληθωριστική πολιτική και η ικανοποίηση του κριτηρίου του πληθωρισμού μέσω της πολιτικής της «σκληρής δραχμής», δηλαδή της σταθερής σχέσης ή και ανατίμησης του εθνικού νομίσματος ως προς τα ισχυρά ευρωπαϊκά νομίσματα, που, όμως, αντιπροσώπευαν μεγαλύτερη παραγωγικότητα και χαμηλότερο πληθωρισμό. Πολλοί θεωρούσαν τότε πως αυτή ήταν μια μη ρεαλιστική επιλογή. Για να μειώσει τις πληθωριστικές πιέσεις των εισαγόμενων αγαθών και να προστατεύσει την ανατιμημένη δραχμή από κερδοσκοπικές εισροές κεφαλαίων, η Τράπεζα της Ελλάδας διατηρούσε τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα. Από το Δεκέμβριο του 1997, είχε νομοθετηθεί η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας κατ’ εφαρμογή των ευρωπαϊκών συνθηκών.

Παρ’ όλα αυτά, η χώρα δεν βρέθηκε στην πρώτη ομάδα των χωρών που εντάχθηκαν στο ευρώ το Μάιο του 1998, καθώς δεν πληρούσε κανένα από τα κριτήρια σύγκλισης. Το Μάρτιο του ίδιου έτους η κυβέρνηση ενέταξε τη δραχμή στον ERM, προχωρώντας  σε υποτίμησή της κατά 12,3%. Αυτή ήταν μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της πορείας ένταξης, αφενός γιατί αφορούσε το κριτήριο συναλλαγματικής ισοτιμίας, αφετέρου γιατί τόσο οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στη «σκληρή δραχμή», όσο και το παρασκηνιακό παζάρεμα της ισοτιμίας στις Βρυξέλλες έδειχναν ποιο ήταν το πραγματικό ανάστημα της Αθήνας.

Με στόχο να ενταχθεί στο ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2001, η Ελλάδα έκανε και επισήμως αίτηση ένταξης στις 9/3/2000, η οποία εγκρίθηκε στη Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε σε μια μικρή πορτογαλική πόλη, τη Σάντα Μαρία ντα Φέιρα, στις 18-20 Ιουνίου 2000. Η χώρα ικανοποιούσε τέσσερα από τα πέντε κριτήρια σύγκλισης (πληθωρισμός 2%, δημοσιονομικό έλλειμμα στο 1,6% του ΑΕΠ, κριτήριο μακροπρόθεσμων επιτοκίων, κριτήριο συναλλαγματικής ισοτιμίας) πλην του δημοσίου χρέους για το οποίο αναγνωρίστηκε από τους εταίρους η αποκλιμάκωσή του στο 104,4% του ΑΕΠ το 1999.

Όπως θα έλεγε στις 3 Νοεμβρίου 2003 ενώπιον Προέδρου της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργού ο μετέπειτα διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Νικόλαος Γκαργκάνας, στην εκδήλωση για την επέτειο των 75 χρόνων λειτουργίας της Τράπεζας, «η στρατηγική της σκληρής δραχμής συνάντησε πολλές δυσκολίες, αλλά αποδείχθηκε απόλυτα αξιόπιστη και επιτυχής. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι οι δυσκολίες οφείλονταν εν μέρει στην ίδια την επιτυχία της πολιτικής».

«Αν η Ελλάδα έφευγε από το ευρώ, θα έπρεπε όλοι μας να εγκαταλείψουμε την ΟΝΕ»

Η τελική ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και η κυκλοφορία των πρώτων τραπεζογραμματίων και νομισμάτων από την 1η Ιανουαρίου 2002 δεν στάθηκαν αρκετά για να δώσουν στο ΠΑΣΟΚ τη νίκη στις εκλογές του 2004. Η ίδια η επιτυχία  της ένταξης  ενσωμάτωνε τις μακροοικονομικές  ανισορροπίες  που έστρωσαν το δρόμο στο μνημόνιο, με την ευγενική συνδρομή ενός παρασκηνίου διαφθοράς και ανικανότητας που φάνηκε να ενεργοποιείται μήνες πριν από το Μάιο του 2010 και το οποίο αποκαλύπτεται σιγά – σιγά και κατόπιν εορτής.

Όταν γεννήθηκε το ευρώ, η ισοτιμία του ήταν 1,1747 δολάρια. Το 2008 είχε εκτοξευτεί στα 1,4738 δολάρια. Το Σεπτέμβριο του 2011 κόστιζε λιγότερο από 0,90 δολάρια. Το ισχυρό ευρώ προσέφερε στην Ελλαδα ευνοϊκότερες προοπτικές  ανάπτυξης  με περιορισμό του συναλλαγματικού  κινδύνου και χαμηλό κόστος χρηματοδότησης.  Όπως, όμως, και με τη «σκληρή δραχμή»,  το νέο νόμισμα δεν αντιστοιχούσε  στα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, η οποία επιπλέον δεν είχε τη δυνατότητα  άσκησης νομισματικής πολιτικής. Παρά το γεγονός πως οι δαπάνες πλην τόκων της γενικής κυβέρνησης παρέμειναν κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου για όλα τα χρόνια εκτός του 2008, η κατανομή τους παρέμεινε προβληματική. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή,  που  έσπευσαν  να  αποδείξουν  τη  δημιουργική λογιστική των προκατόχων  τους, οδηγώντας  σε επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας από τις Βρυξέλλες, όχι μόνο δεν κατάφεραν να συμμαζέψουν τα δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά τα επιδείνωσαν. Η επιλογή των δυτικών κυβερνήσεων να μετακυλήσουν στους φορολογούμενους το κόστος διάσωσης του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος που κατέρρεε μετά την κρίση του 2007-08, επιδεινώνοντας το δημόσιο χρέος, έσπρωξε στον γκρεμό μια καταχρεωμένη οικονομία, που ήδη το 1995-2009 ξόδευε κατά μέσον όρο 6,7% του ΑΕΠ για τόκους, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 3,6%.

Η Ελλάδα εκπλήρωσε τα κριτήρια σύγκλισης με άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών σε βάρος του πραγματικού εισοδήματος και της απασχόλησης μεγάλης μερίδας εργαζομένων και επαναπαύθηκε  στην εύκολη και φθηνή πρόσβαση  στις παγκόσμιες  αγορές  χρήματος,  χωρίς να κινητοποιείται μπροστά στην απώλεια της εσωτερικής της αγοράς. Μοιάζει η Ελλάδα να μπήκε στο ευρώ μόνο και μόνο για να παγιώσει στην καθ’ ημάς Ανατολή την υπεροχή του κεφαλαίου έναντι της εργασίας, καθώς οι περισσότεροι αριθμητικοί στόχοι της σύγκλισης για τους οποίους έγιναν τόσες θυσίες επανέρχονταν στα επίπεδα της δεκαετίας του 1990.

Στη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης έγινε φανερό ότι όχι μόνο το κοινό νόμισμα ευνόησε τις πλεονασματικές οικονομίες του βορρά, αλλά επιβεβαίωσε τις εθνικές προτεραιότητες  και τον καταμερισμό ισχύος εντός ΕΕ, που είχε ήδη διαφανεί από το 2003, όταν Γερμανία και Γαλλία παρέκκλιναν χωρίς κυρώσεις από το στόχο του δημοσιονομικού ελλείμματος 3%, το οποίο προβλεπόταν στο Σύμφωνο Σταθερότητας  και Ανάπτυξης. Η κρίση έβγαλε έναν νικητή σε μια Ευρώπη όπου τα λόγια –φανερά ή κρυφά– διαρκώς περισσεύουν. Τον Ιούλιο του 2012, ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωνε από το Λονδίνο πως θα «κάνει ό,τι χρειαστεί για να σώσει το ευρώ», ενώ μόλις πρόσφατα  αποκαλύφθηκε  από τη Le Monde δήλωση της Άνγκελα Μέρκελ στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες: «Αν η Ελλάδα έφευγε από το ευρώ, θα έπρεπε όλοι μας να εγκαταλείψουμε την ΟΝΕ σε μεταγενέστερο χρόνο».


ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Αδάμ Γιαννίκος


Ο Αδάμ Γιαννίκος σπούδασε μαθηματικά στο ΕΚΠΑ και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Διεθνή Πολιτ...