unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ - UNFOLLOW 72 - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

«Η πολιτική δεν ήταν ποτέ ζήτημα αξιών»: Μια συζήτηση για την πολιτική και το πολιτικό

, and | Τεύχος Δεκέμβριος 2017

Μια συζήτηση που αποπειράται να δει τη σημερινή πολιτική κατάσταση της χώρας πέρα από τo χιλιοσυζητημένο δίπολο των προσδοκιών και της διάψευσής τους ή τις διαδεδομένες έννοιες της «υπόσχεσης» ή της «προδοσίας», και να παρακολουθήσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με πιο περίπλοκο τρόπο από όσο οι συνήθεις αντιπαραθέσεις επιτρέπουν.


ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΥΡΤΣΟΓΛΟΥ: Θεωρείς ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε τα οράματα της Αριστεράς;

ΑΚΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ: Όχι. Προσωπικά, εδώ και πολύ καιρό, από τότε που το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης με κορμό της Αριστεράς ανήκε στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας, απέφευγα με προσοχή να μιλάω με όρους «οράματος» και «πιστότητας». Δεν ήταν κάποια δική μου προσωπική προτίμηση• θεωρούσα πάντα ότι το πλήθος δεν σκέφτεται και δεν ενεργεί με βάση αυτές τις έννοιες στην πολιτική, έστω και αν μερικές φορές χρησιμοποιεί τις λέξεις.

Ακόμη περισσότερο, σε μια σειρά άρθρων και δημόσιων παρεμβάσεων λίγο πριν και λίγο μετά την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ είχα αναπτύξει αυτή την ιδέα εν όψει της συγκεκριμένης κατάστασης και είχα υποστηρίξει ότι, αν πολύς κόσμος που ως τότε δεν ψήφιζε αριστερά κόμματα αποφάσισε να το κάνει τώρα, αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο κόσμος αυτός προσχώρησε σε κάποιο «όραμα» ή υιοθέτησε μια «ιδεολογία».

Μάλλον δεν έπεισα πολλούς. Στον δημόσιο χώρο είναι αλήθεια ότι σήμερα ακούγεται κυρίως το παράπονο που αναφέρει η ερώτησή σου• κυκλοφορεί μια γκρίνια για «προδοσία» και «μη τήρηση των υποσχέσεων». Προσωπικά δεν εντυπωσιάζομαι ιδιαίτερα από αυτήν τη ρητορεία. Στην ιστορία του ελληνικού κράτους (και πολλών άλλων κρατών) δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μην άκουσε αυτή την επίκριση. Αποτελεί μέρος του πακέτου, του «υλικού συντάγματος», όπως έλεγαν παλιότερα oι μαρξιστές νομικοί. Όσοι είμαστε κάπως μεγαλύτεροι, θα θυμόμαστε ότι αμέσως μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 είχε ανθίσει μία φιλολογία περί «κοψοχέρηδων» οι οποίοι «μετάνιωσαν που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ και δεν θα το ξανακάνουν». Όμως πολλοί το ξανάκαναν. Η γκρίνια αυτή δεν είναι έκφραση κάποιας δυσλειτουργίας του πολιτικού συστήματος, είναι η ίδια η λειτουργία του.

Η φραστική διατύπωση δυσαρέσκειας δεν σηματοδοτεί —απαραίτητα— στροφή ή εγκατάλειψη κάποιας επιλογής. Το νοητικό πλαίσιο της «μη τήρησης των υποσχέσεων» που οδηγεί στη λύση της σύμβασης, στην αποδέσμευση από τον αντισυμβαλλόμενο, ανήκει στο νομικιστικό-καπιταλιστικό φαντασιακό της σύμβασης ως «σύμπτωσης βουλήσεων» γύρω από μία εμπορική συναλλαγή. Όμως η πολιτική, και γενικότερα η κοινωνική ζωή, ιδίως στην Ελλάδα, δεν λειτουργεί με τις έννοιες του αστικού δικαίου. Λειτουργεί περισσότερο με βάση την παράδοση του παζαριού, όπως λέει και ο φίλος μου ο Ζάχος Παπαζαχαρίου.

Αυτήν τη ρητορική τη διακινούν κυρίως τα πρώην μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που αποχώρησαν μετά απ’ αυτό που όρισαν ως «δεξιά στροφή». Με αυτήν προσπαθούν να διαχειριστούν το δικό τους τραύμα και να επιλύσουν τους λογαριασμούς τους με τον παλαιότερο εαυτό τους, που παρασύρθηκε και παρέσυρε και άλλους· για να πω το ίδιο πράγμα αλλιώς, επικρίνουν όσους έμειναν για να αφοπλίσουν προκαταβολικά τις επικρίσεις που φαντάζονται ότι θα στρέψουν άλλοι εναντίον τους. Όλα αυτά όμως αφορούν κυρίως τους ίδιους και όχι εμάς. Ελπίζω να ολοκληρώσουν σύντομα το πένθος τους ώστε να μπορέσουν κάποια στιγμή να επενδύσουν σε εξωτερικά αντικείμενα, να πουν κάτι που να είναι χρήσιμο και για μας. Διότι επί του παρόντος δεν λένε.

Ε.Κ.: Έστω λοιπόν ότι οι παραδοσιακοί αριστεροί πληγώθηκαν επειδή έκριναν την πολιτική νομικιστικά ή συναισθηματικά. Ο πολύς κόσμος γιατί πληγώθηκε;

Α.Γ.: Μα ακριβώς, δεν είμαι σίγουρος ότι ο πολύς κόσμος πληγώθηκε. Ο κόσμος, επιλέγοντας να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, έριξε μια ζαριά. Και είχε συνείδηση ότι έριξε μια ζαριά. Πήρε ένα ρίσκο, αλλά και «έδωσε» ένα ρίσκο: έκανε μια επιλογή υπέρ του χάους, όπως είχα υποστηρίξει σε ένα άρθρο που είχαμε γράψει τότε μαζί με τη Σοφία Λαλοπούλου. Όχι μια επιλογή ευταξίας, ορθολογική, προβλέψιμη. Δεν επέλεξε ένα «πρόγραμμα». Επέλεξε το απρογραμμάτιστο, διότι το προγραμματισμένο το είχε δει και ήξερε ήδη πού οδηγούσε.

Αυτό δεν αποτελεί ψόγο προς οποιονδήποτε, ούτε το θεωρώ «ανωριμότητα», ανορθολογισμό, τυχοδιωκτισμό. Η πολιτική αυτό είναι. Πάντα έτσι ήταν, και ιδίως στις περιόδους κρίσης, δηλαδή στις κρίσιμες περιόδους. Η πολιτική είναι κάτι αστάθμητο, ενδεχομενικό. Aléatoire, όπως λένε στα γαλλικά. Alea, ως γνωστόν, είναι ο κύβος, αυτός που ερρίφθη, αυτό που στα σημερινά ελληνικά περιγράφουμε με την αραβικής προέλευσης λέξη ζάρι. Δεν πρόκειται να έρθει κάποια εποχή όπου οι άνθρωποι θα έχουν «διαφωτιστεί» και θα κάνουν πλήρως ορθολογικές και διαυγείς επιλογές μετά από κάποια ιδανική επικοινωνία.

Σήμερα, εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια, υπάρχει μία σιωπή της κοινωνίας. Υπάρχει μία τάση να ερμηνεύεται αυτή η σιωπή ως δείγμα κάποιας «δεξιάς στροφής». Δεν είμαι πεπεισμένος ότι η ερμηνεία αυτή είναι ορθή. Για να το εκφράσω με συνθηματολογικούς όρους: έπεσε πρόσφατα στην αντίληψή μου ένα άρθρο που είχε τίτλο «Η αριστερή κυβέρνηση μας έκανε δεξιούς» ή κάπως έτσι. Το σλόγκαν αυτό εκφράζει μία αφελή πίστη στην παντοδυναμία των κομμάτων και των κυβερνήσεων. Καμία κυβέρνηση δεν έχει τεχνικά τη δυνατότητα να «κάνει» κάποιους δεξιούς εάν αυτοί δεν ήταν ήδη, εάν δεν είχαν κάποια προδιάθεση.

Προτείνω να μην προεξοφλήσουμε τι «έγιναν» οι άνθρωποι με όρους ταυτοτήτων. Ας αφήσουμε ανοιχτό το ζήτημα ή, μάλλον, ας σκεφτούμε ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι αφήνουν ανοιχτό το ζήτημα, ότι η αμηχανία τους μπορεί να πάει είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Είτε και –το πιθανότερο– προς πολλές, ταυτόχρονα ή διαδοχικά.

Η πολιτική δεν είναι πάντοτε ηχηρή. Οι διαδηλώσεις, οι καταλήψεις, οι συνελεύσεις, οι απεργίες, ασφαλώς είναι ένας δυνατός τρόπος άσκησης —προοδευτικής— πολιτικής, αλλά δεν είναι ο μόνος. Οι μετασχηματισμοί μπορεί να είναι σιωπηροί, ανεπαίσθητοι, μη θεαματικοί.

Μεταξύ των μελαγχολικών αριστερών, βλέπω αρκετούς να μιλούν για «προφανή και ραγδαία συντηρητικοποίηση της κοινωνίας μας» με βάση τα ευρήματα κάποιων ερωτηματολογίων. Εγώ δεν θεωρώ ότι αυτό είναι τόσο προφανές. Όπως δεν υπήρξε κάποια επαναστατικοποίηση πριν, δεν υπάρχει κάποια συντηρητικοποίηση τώρα. Πάντως ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός και μόνο ότι δείξαμε σε χίλιους ανθρώπους δέκα «αξίες» και τους είπαμε να τις βαθμολογήσουν από το ένα ως το δέκα ανάλογα με το αν τις κρίνουν καλές ή κακές. Η πολιτική δεν ήταν ποτέ ζήτημα αξιών και δεν είναι ούτε τώρα. Ακόμη και όταν κάποιος λέει «έχω θετική γνώμη για τον ιδιωτικό τομέα», δεν θεωρώ αυτόχρημα αποδεδειγμένο ότι αυτός έχει κάνει «δεξιά στροφή». Θα πρέπει να το ψειρίσουμε περισσότερο, να τον ρωτήσουμε τι εννοεί με αυτό, ποιον ιδιωτικό τομέα, πότε, πού, γιατί έχει θετική γνώμη και ποια είναι αυτή η γνώμη…

Ε.Κ.: Δηλαδή με τις σημερινές ισορροπίες και στο σημερινό εγχώριο και διεθνές πλαίσιο οι αρχές τις Αριστεράς δεν μπορούν ποτέ να ταυτιστούν με τη realpolitik;

Α.Γ.: Όχι μόνο στο σημερινό, σε κανένα. Ούτε όμως και οι αρχές κανενός άλλου. Οι αρχές δεν ταυτίζονται ποτέ με την πραγματική πολιτική.

Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι «ουτοπικές» ή ότι ανήκουν σε κάποιον χώρο του «ιδεατού» που αντιδιαστέλλεται προς το «εφικτό».

Οι αριστεροί και οι αριστερές, όπως και όλοι οι άλλοι, δρουν στην πολιτική, αναπτύσσουν κάποιες πρακτικές που —φαντάζονται ότι— είναι σύμφωνες με κάποιες «αρχές». Οι πρακτικές αυτές, τη στιγμή που αναπτύσσονται, μπορεί να έχουν μαζική απήχηση, μπορεί και όχι. Αλλά το σημαντικό είναι ότι τίθενται σε κυκλοφορία, αποτελούν μια δημόσια επιτέλεση υπό τα βλέμματα όλων. Από αυτούς τους όλους, κάποια άτομα μπορεί να αιχμαλωτίσουν κάποια στοιχεία αυτής της δράσης και να τα επαναλάβουν αυτούσια ή –συνήθως– παραλλαγμένα, κάπου αλλού, κάποτε άλλοτε. Αυτό δεν το ξέρουμε τη στιγμή που δρούμε. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μη δράσουμε, ούτε να απελπιζόμαστε. Το αντίθετο συμβαίνει: ακριβώς γι’ αυτό είναι που αξίζει τον κόπο.

Οι αναρχικοί και οι αναρχικές πάντοτε έκαναν διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις και συχνά συγκρούονταν με την αστυνομία. Ενίοτε μάλιστα κατά τρόπο «άναρχο» με την αρνητική έννοια του όρου, αυτοκαταστροφικό, ή και «ετεροκαταστροφικό», όπως αυτοί οι ανεγκέφαλοι που τις προάλλες κόντεψαν να δολοφονήσουν μια γυναίκα. Ήταν οι ίδιοι πάντα ή λίγο περισσότεροι καμιά φορά. Ξαφνικά, τον Δεκέμβρη του 2008, τις πρακτικές αυτές τις υιοθέτησαν για πολλές μέρες δεκάδες χιλιάδες νέοι και νέες σε κάθε πόλη της Ελλάδας, οι οποίοι δεν είχαν κάνει τίποτε ανάλογο μέχρι τότε. Ούτε και ξανάκαναν μετά. Δεν προσχώρησαν σε καμία συλλογικότητα και σε κανένα «πρόταγμα», ούτε υιοθέτησαν κάποιο σύνολο αρχών. Αλλά μετασχηματίστηκαν «σημειακά», εκεί και τότε· και μετασχημάτισαν. Παρήγαγαν ένα πολιτικό γεγονός παγκόσμιας σημασίας.

Ανάλογα ισχύουν για αυτό που έγινε στην Ελλάδα με τους σύριους πρόσφυγες, και που μοιάζει σαν θαύμα. Φιλομεταναστευτικές συλλογικότητες της διεθνιστικής αριστεράς υπήρχαν επί χρόνια, κάναν εκδηλώσεις με μικρότερη ή μεγαλύτερη μαζικότητα, φεστιβάλ, συναυλίες κτλ. Το 2015-16, ο κόσμος, από κει που κανείς δεν το περίμενε, έβγαλε ξαφνικά μια υποδειγματική και συγκινητική, θα έλεγα, αλληλεγγύη, που δεν είδαμε σε καμία άλλη ευρωπαϊκή κοινωνία. Προσωπικά, με ένα ανοιχτά ναζιστικό κόμμα στο 7% σε εθνικές εκλογές, φοβόμουν τα χειρότερα· ότι θα είχαμε επιθέσεις, πογκρόμ, καμπάνιες μίσους… Ωστόσο, οι πρόσφυγες ήρθαν, κάποιοι απ’ αυτούς πέρασαν, κάποιοι έμειναν, και οι Χρυσαυγίτες έμειναν στις τρύπες τους και παρακολουθούσαν ως θεατές ή ξέδιναν στο Ίντερνετ.

Ε.Κ.: Πράγματι. Επειδή έχω ασχοληθεί με το ζήτημα, είναι αλήθεια ότι η Χρυσή Αυγή είχε λουφάξει. Για πρώτη φορά ξεμύτισε με την ιστορία στο Ωραιόκαστρο.

Α.Γ.: Αυτό εννοώ. Στην ελληνική κοινωνία λειτούργησε το αντανακλαστικό της προσφυγιάς· φαίνεται ότι η εμπειρία του ξεριζωμού από τη Συνθήκη της Λωζάννης δεν έχει ξεχαστεί. Η ρητορεία της Χρυσής Αυγής στάθηκε ανίσχυρη απέναντι σε αυτήν τη μνήμη και υπέστη μία στρατηγική ήττα. Τώρα προσπαθεί να ξανασηκώσει κεφάλι. Δεν πρέπει να την αφήσουμε.

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Τσακαλίδης / SOOC

Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Τσακαλίδης / SOOC

Το κύμα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, αντίστοιχα, δεν συνοδεύτηκε από κάποια μαζικοποίηση των αντιρατσιστικών οργανώσεων, από αυξημένη στρατολόγηση κτλ. Αυτές συνέχισαν τη δράση τους, όπως πριν έτσι και μετά την εκδήλωση αυτής της αλληλεγγύης. Δεν ήταν αυτές το πρότυπο, η πρωτοπορία, η αιτία αυτού του κύματος. Πράγμα που δεν σημαίνει όμως ότι ήταν άχρηστες και ότι η δράση τους ήταν μάταιη. Η μετασχηματιστική πολιτική δράση δεν λειτουργεί ούτε με βάση το αρχιτεκτονικής καταγωγής πρότυπο της «εφαρμογής». Γι’ αυτό δεν μου πολυαρέσει ως λεξιλογική επιλογή ο όρος «πρόταγμα», ο οποίος πλάστηκε σχετικά πρόσφατα για να αποδώσει το project. Πρότζεκτ κάνουν οι αρχιτέκτονες• σχεδιάζουν ένα σπίτι στο χαρτί ή στον υπολογιστή και μετά πάνε σε κάποιους άλλους και τους λένε να το φτιάξουν. Η κοινωνία όμως δεν έχει κάποιον αρχιτέκτονα. Πιο χρήσιμο και ταιριαστό μού φαίνεται το λεξιλόγιο της μετάδοσης. Οι οργανώσεις αυτές λειτούργησαν ως μεταδοτικά. Μετασχημάτισαν κάποιους άλλους, χωρίς απαραίτητα να τους κάνουν ίδιους με αυτούς ή να τους πάρουν με το μέρος τους.

Ε.Κ.: Αισθάνομαι πολλές φορές ότι με τον όρο «πολιτική» εννοούμε μόνο την πολιτική οικονομία. Με βάση τα όσα μόλις είπες πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ στο κομμάτι του πολιτικού μετασχηματισμού; Στα θέματα που αφορούν το φύλο, την παιδεία, το Προσφυγικό που αναφέραμε;

Α.Γ.: Με την επιφύλαξη των ενστάσεών μου για τη χρήση όρων όπως «επιτυχία» και «αποτυχία», θεωρώ ότι, ναι, πράγματι έχει ένα νόημα –και ότι ο κόσμος, κάποιος κόσμος, θεωρεί ότι έχει νόημα– να υπάρχει μια κυβέρνηση της Αριστεράς για μια σειρά από άλλα ζητήματα, παρόλο που δεν πέρασε τον πήχη σε αυτό που –θεωρήθηκε– ο βασικός λόγος για τον οποίο εξελέγη, δηλαδή την επίλυση της κρίσης χρέους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «έλυσε» αυτά τα άλλα ζητήματα που αναφέρεις. Ωστόσο, διευκόλυνε κάποια πράγματα. Το κύμα αλληλεγγύης και συμπαράστασης στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως δεν το προκάλεσε βεβαίως η κυβέρνηση. Επρόκειτο για μία εξέλιξη μοριακή, στο μικροεπίπεδο, την οποία καμία κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να προκαλέσει από μόνη της. Εάν όμως είχαμε μια κυβέρνηση Σαμαρά-Δένδια, δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα γινόταν. Ίσως τα έχουμε κάπως ξεχάσει, αλλά θυμίζω ότι τότε είχαμε υπουργούς που δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο «πρόσφυγας» ούτε γι’ αστείο. Αντιθέτως δήλωναν ανερυθρίαστα ότι «σκοπός μας ως κράτος είναι να κάνουμε τη ζωή των “μεταναστών” μαύρη για να μην έρθουν κι άλλοι».

Ως προς την παιδεία που αναφέρεις, βρίσκω ενδιαφέρον ότι, δίπλα στις άλλες διαστάσεις της που παραδοσιακά βρίσκονταν ψηλά στην ατζέντα της (Ακρο)δεξιάς και αποτελούσαν πόλο συσπείρωσης παραδοσιολατρών και θρησκόληπτων (αρχαία ελληνικά, θρησκευτικά, γενοκτονίες, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση), τώρα προστέθηκε η «αριστεία». Γύρω απ’ αυτήν, δηλαδή μία συνθηματική λέξη που συμπυκνώνει μια επιθετικά ιεραρχική σύλληψη και μια φυσικοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων, επιδιώχθηκε να συγκροτηθεί μια ιδεολογική αντεπίθεση της αντιπολίτευσης. Το ίδιο ισχύει για την υπεράσπιση της ετεροκανονικότητας.

Με αποτελέσματα μάλλον πενιχρά μέχρι στιγμής, κατά τη γνώμη μου. Μεταξύ άλλων, και διότι οι υπερασπιστές της αριστείας και της ευταξίας δεν είναι οι ίδιοι καθόλου πειστικοί ως άριστοι, αλλά κάνουν συνεχώς γκάφες και κατά γενικό κανόνα αποδεικνύονται ημιμαθείς και ανόητοι σε σχέση με τους αντιπάλους τους, τους οποίους θέλουν να εμφανίσουν ως οπαδούς της μετριότητας και της ήσσονος προσπάθειας.

Ε.Κ.: Ο συμβιβασμός είναι μια μορφή αντίστασης;

Α.Γ.: Ο συμβιβασμός είναι μια μορφή πολιτικής. Ίσως είναι η μορφή της πολιτικής, ο κατεξοχήν τρόπος άσκησής της. Ιδίως εάν με αυτό εννοούμε την «καθαυτό» με στενή έννοια πολιτική, αυτή που ασκείται στο επίπεδο της αντιπροσώπευσης.

Μπορούμε να δούμε την πολιτική κατά δύο τρόπους: από τη σκοπιά του συμβιβασμού και από τη σκοπιά του ασυμβίβαστου αγώνα. Αλλά η πολιτική περιέχει και τα δύο. Όταν κάποιος λέει ότι θα υποστηρίξει μία θέση ανυποχώρητα, χωρίς συμβιβασμούς, ως «κόκκινη γραμμή», αυτό είναι κάτι που, ακριβώς, το λέει, άρα ένα μήνυμα σε μία τυπική ή άτυπη διαπραγμάτευση. Δηλαδή εγγράφεται στην προοπτική ενός συμβιβασμού.

Μπορούμε να κάνουμε και το αντίστροφο: να δούμε κάθε συμβιβασμό ως ένα πλαίσιο για νέους αγώνες.

Είναι γνωστό το αξίωμα του φον Κλάουζεβιτς, ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα».

Αν θέλει, μπορεί κανείς σε αυτή την απόφανση να αντιστρέψει τη θέση των δύο όρων, πόλεμος και πολιτική. Δεν νομίζω ότι θα προκύψει τρομερή διαφορά. Κανένας πόλεμος δεν κρατά για πάντα• κάθε στρατιωτική ενέργεια γίνεται με τα μάτια στραμμένα σε μια μελλοντική συμφωνία ειρήνης. Η οποία θα κρατήσει μέχρι τον επόμενο πόλεμο και ούτω καθεξής. Αλλά το ενδιαφέρον είναι αυτό που διακόπτει, όχι που συνεχίζει κάτι άλλο.

Η πολιτική είναι συναντήσεις δυνάμεων. Ο συμβιβασμός είναι και αυτός ένας τρόπος συνάντησης, δεν θεωρώ ότι αποτελεί καταισχύνη ή ηθικό σκάνδαλο. Μπορεί φυσικά κατά περίπτωση να είναι καλή ή κακή συνάντηση, ανάλογα με το αν αυξάνει ή μειώνει τη δύναμη του σώματός μας να δρα.

Ε.Κ.: Η συνάντηση ΣΥΡΙΖΑ — ΑΝΕΛ ήταν καλή συνάντηση;

Α.Γ.: Με βάση το παραπάνω κριτήριο, αναμφίβολα ναι. Εγώ θα έλεγα ότι όχι μόνο η κυβερνητική συνεργασία, αλλά και η ίδια η αναγγελία της σχετικής πρόθεσης προεκλογικά ευνόησε την απήχηση και την αποδοχή του κόμματος αυτού, πράγμα που είχε αποτυπωθεί τότε στις δημοσκοπήσεις.

Φυσικά στο άμεσα ορατό επίπεδο, όλοι βλέπουμε ότι η συνεργασία αυτή εμποδίζει τον ΣΥΡΙΖΑ να νομοθετήσει απερίσπαστος κάποια πράγματα όπως θα ήθελε. Από την άλλη, όμως, η παρουσία των ΑΝΕΛ λειτουργεί καθησυχαστικά σε έναν κόσμο με συντηρητικά αντανακλαστικά, ο οποίος διαφορετικά θα είχε στάση πολύ πιο δύσπιστη και αμυντική –δηλαδή επιθετική– απέναντι σε μία αμιγή κυβέρνηση των «κομμουνιστών».

Θα μου πείτε ότι αυτός ο κόσμος είναι αφελής και καθυστερημένος; Στην πολιτική δεν σημαίνουν πολλά πράγματα τέτοιοι χαρακτηρισμοί. Σε κάθε κοινωνία πάντοτε θα υπάρχουν και άνθρωποι με ιδέες διαφορετικές από τις δικές μας. Δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ κάποια στιγμή όπου όλοι οι άνθρωποι θα έχουν τις «σωστές» ιδέες, όπως και αν τις ορίσουμε αυτές. Πάντοτε θα έχουμε να κάνουμε και με ανθρώπους που έχουν τις «λάθος» και πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με αυτούς. Εφόσον δεν είναι δυνατό –ούτε επιθυμητό– να τους συντρίψουμε και να τους εξαφανίσουμε, ένας δυνατός τρόπος είναι να αξιοποιήσουμε τη δύναμή τους, να τη βάλουμε να δουλέψει για μας. Έχοντας επίγνωση ότι το αντίστοιχο επιδιώκουν εκείνοι σε σχέση με μας.

Ε.Κ.: Δεν θεωρείς ότι ο κόσμος ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει το αδιανόητο; Να πει το μεγάλο όχι – ακόμη κι αν αυτό σήμαινε έξοδο από το ευρώ ή και εντέλει από την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Α.Γ.: Το αδιανόητο το έκανε ήδη ο κόσμος όταν ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ. Και επίσης όταν ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Το αδιανόητο δεν ήταν κάποιος σκοπός ή κάποιο προσδοκώμενο αποτέλεσμα της πράξης, αλλά η ίδια η πράξη.

Εκείνες τις μέρες, ο εσθονός πρωθυπουργός ή κάποιος υπουργός, δεν θυμάμαι καλά, είχε δηλώσει: «Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τους Έλληνες». Αυτό ακριβώς εννοώ. Πιστεύω ότι ήταν απολύτως ειλικρινής• πράγματι, δεν μπορούσαν• οι επιλογές αυτές ήταν εκτός του νοητικού πλαισίου τους.

Ε.Κ.: Η ισχυρότερη αντιπολίτευση προέρχεται αυτή τη στιγμή από το Ακραίο Κέντρο. Τι εκφράζει αυτός ο χώρος; Στα δικά μου μάτια εκφράζει κυρίως κρυφο-αποικιακά οράματα, την αυτο-αποικιοποίηση, την εσωτερίκευση της αποικιακής ιεραρχίας. Συμφωνείς;

Α.Γ.: Όχι απλώς συμφωνώ, αλλά και πλειοδοτώ. Με περίπου αυτά τα λόγια το έχω υποστηρίξει κατά καιρούς στο παρελθόν: ότι υπάρχει μια επίκληση της «ευρωπαϊκότητας», του φιλελευθερισμού, του εκσυγχρονισμού κ.ο.κ. σε αντιδιαστολή προς τον «τριτοκοσμισμό», τον λαϊκισμό και τις «πελατειακές σχέσεις». Η επίκληση όμως αυτή είναι κίβδηλη, είναι μαϊμού. Γίνεται απλώς για να καλύψει την ανάγκη να αναφερόμαστε σε ένα ιδεολογικό και αξιακό πλαίσιο. Αλλά η όποια πραγματική απήχηση των κομμάτων που επικαλούνται αυτό το πλαίσιο βασίζεται σε ένα άλλο άρρητο συμβόλαιο, σε ένα άλλο σύνολο υλικών πρακτικών άσχετο και πολύ συχνά αντίθετο προς τις αξίες που επικαλούνται.

Πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι η λυσσαλέα αντίδραση στη χορήγηση 48ωρης άδειας στον Δημήτρη Κουφοντίνα. Ο καθένας βλέπει ότι η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου επέβαλε τη χορήγηση αυτής της άδειας, ενώ η απαίτηση της οικογένειας Μητσοτάκη και της αμερικανικής πρεσβείας για στέρηση αυτού του νόμιμου δικαιώματος βασίζεται σε μια λογική βεντέτας ή Φαρ Ουέστ.

Ε.Κ.: Η Εκκλησία είναι ισχυρή στην Ελλάδα; Σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης η μεγαλύτερη μερίδα του πολιτικού κόσμου υπερασπίζεται ένα κοσμικό κράτος. Από πού προέρχεται λοιπόν η δύναμη της Εκκλησίας; Είναι θέμα θεολογικό ή μήπως η Εκκλησία εκτρέφει τα εθνικιστικά μας αισθήματα;

Α.Γ.: Η απάντηση δεν είναι προφανής. Νομίζω ότι δεν έχουμε ικανοποιητική κατανόηση για το τι δουλειά ακριβώς κάνει η Εκκλησία στην Ελλάδα. Πάντα κάτι χάνουμε.

Η ιεραρχία και ο επίσημος λόγος της είναι σαφές ότι ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της Ακροδεξιάς.

Εξίσου σαφές για μένα είναι ότι στον κόσμο, σε έναν τουλάχιστον κόσμο, η προσήλωση στην ορθοδοξία έχει μια ισχυρή συναισθηματική φόρτιση, επιτελεί μια παρηγορητική λειτουργία, η οποία, ακόμη και αν εμάς μας φαίνεται –και δικαίως– ανορθολογική και οριακά γελοία (πρβλ. τον Παΐσιο και τις ιερές παντόφλες του), δεν ισοδυναμεί με τυφλή πίστη στον εκκλησιαστικό μηχανισμό, δεν εξαντλείται σε μια παθητική αποδοχή του ακροδεξιού πλαισίου. Είναι ενδεικτικό ότι ακριβώς ο Παΐσιος δεν υπήρξε άτομο της ιεραρχίας, δεν είχε κάποια υψηλή θέση• γινόταν αντιληπτός ως εξωθεσμικός, αν όχι αντιθεσμικός.

Απέναντι σε αυτήν την –ας την πούμε– λαϊκή θρησκευτικότητα, οι επικλήσεις της εκκοσμίκευσης και των αρχών του Διαφωτισμού είναι άσφαιρες, έχουν σχετική μόνο ισχύ. Ίσως μάλιστα και να την ενισχύουν. Ας πούμε, βλέπουμε ότι σε σχετικές συζητήσεις οι υπερασπιστές της Εκκλησίας υιοθετούν οι ίδιοι την επιχειρηματολογία της ανοχής:

«Μη μας επικρίνετε διότι ο καθένας έχει τις απόψεις του και πρέπει να είναι σεβαστές».

Ε.Κ.: Χριστόδουλος – Ανδρέας – Τσίπρας. Είμαστε προσωπολάτρες; Ψάχνουμε τον χαρισματικό (άνδρα) ηγέτη;

Α.Γ.: Όχι. Δεν τον ψάχνουμε. Το ότι κάποιος γίνεται, για κάποιο διάστημα, αποδεκτός ως ηγέτης αποτελεί αποκρυστάλλωση κάποιων διεργασιών που κάνουν το συγκεκριμένο άτομο να συμπυκνώνει ευρύτερες κοινωνικές επιθυμίες και επενδύσεις.

Ειδικά για τον Τσίπρα, δεν έχει δημιουργηθεί δημόσια εικόνα κάποιου σούπερμαν, κάποιου που «γαμεί και δέρνει». Ο Τσίπρας γίνεται συχνά αντιληπτός –και– ως ευάλωτος, αδέξιος, και αυτό ενισχύει ή, τουλάχιστον, δεν μειώνει τη δημοτικότητά του. Αλλά και οι άλλοι δύο που ανέφερες εν μέρει γίνονταν συμπαθείς καθόσον εμφανίζονταν ως καθημερινοί άνθρωποι, με ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη.

Ε.Κ.: Τι είναι λαϊκισμός;

Α.Γ.: Τι είναι λαϊκισμός το εξηγεί θεωρητικά ο Λακλάου: είναι αυτό που όταν υπάρχουν διάφορα σημαίνοντα που επιπλέουν, έρχεται και τα μαζεύει, τα συναρθρώνει σε ένα ενιαίο μέτωπο το οποίο στρέφεται ενάντια σε ένα άλλο μέτωπο• συγκεντρώνει αυτήν την πολλαπλότητα γύρω από μία βασική αντίθεση.

Πρακτικά, ο όρος σήμερα έχει μία πολύ σαφή πολεμική χρησιμότητα: χρησιμεύει ως λέξη-πασπαρτού για να αποφύγουμε να μιλήσουμε για την Ακροδεξιά και τον φασισμό, ή για να μιλήσουμε συνδέοντας  αυτοστιγμεί τα φαινόμενα αυτά με την Αριστερά, ακόμα και με τον ισλαμισμό, σαν όλα αυτά να αποτελούν εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου: της «ριζοσπαστικοποίησης». Απέναντι στην οποία μόνη λύση φαντάζει η «μετριοπάθεια» του διαφωτισμένου ευρωπαϊσμού. Έτσι όμως το «Κέντρο» γίνεται άκρο και αποκτά τον δικό του «λαϊκισμό» – αφού ενοποιεί κάποια χαλαρά σημαίνοντα και συγκροτείται το ίδιο ως ένα εκ δύο στρατοπέδων.

Προσωπικά δεν είμαι φαν της έννοιας του λαϊκισμού. Παρακολουθώ βέβαια με ενδιαφέρον τη σχετική συζήτηση και ειδικότερα το «γύρισμα» που επιχειρεί στην Ελλάδα –και διεθνώς– ο Γιάννης ο Σταυρακάκης. Από μια άποψη θεωρώ ότι το εγχείρημα του Σταυρακάκη είναι αποδόμηση και όχι συνέχιση/ προέκταση της θεωρίας του λαϊκισμού – αποδόμηση με την έννοια του Ντερριντά, όχι με την έννοια που χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη στην Ελλάδα, δηλαδή κατεδάφιση.

Όσον αφορά εμένα, επειδή στο σημείο αυτό είμαι Ντελεζικός –και Γκουαταρικός–, θεωρώ πιο ενδιαφέρον να σκεφτόμαστε μια πολιτική κατάσταση με βάση όχι τις αντιφάσεις της, αλλά τις γραμμές φυγής της. Πολιτική ή, τουλάχιστον, ενδιαφέρουσα, γόνιμη πολιτική είναι αυτό που αυξάνει την πολλαπλότητα αντί να τη συρρικνώνει.

Ε.Κ.: Πώς μπορούμε να επανασυλλογιστούμε τη χειραφέτηση σ’ ένα πλαίσιο που προωθεί μια ιδιωτική αντίληψη των δικαιωμάτων;

Α.Γ.: Επειδή έχω και ένα νομικό παρελθόν, έχω μάθει να βλέπω ότι, στην έκφραση «ιδιωτικό δικαίωμα», το επίθετο παραπέμπει σε χωρισμό, απόσυρση, αλλά το ουσιαστικό σε έναν δημόσιο νόμο. Ένα ιδιωτικό δικαίωμα ασκείται ιδιωτικά, αλλά θεσπίζεται κοινωνικά/ κρατικά. Αν αναγνωρίζουμε στον τάδε τη χ δυνατότητα ως προς τον ιδιωτικό του βίο, π.χ. να ζει ως ζευγάρι και να τυγχάνει σεβασμού από τους υπολοίπους, αυτό αφορά μεν την προσωπική του ζωή, αλλά για να υπάρξει αυτός ο σεβασμός πρέπει να αλλάξει η κοινωνία, όλοι εμείς οι υπόλοιποι.

Ε.Κ.: Ναι, αλλά συζητάμε για δικαιώματα και έχουμε σταματήσει να μιλάμε για κοινωνικές τάξεις. Τι απέγινε η έννοια του class;

Α.Γ.: Σχετικά με την έννοια της τάξης, θεωρώ ότι η πιο ενδιαφέρουσα κουβέντα είναι κάτι που είπε ο Ζακ Ρανσιέρ και το οποίο έχω επαναλάβει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια: ο πιο σημαντικός ταξικός αγώνας των εργατών είναι ο αγώνας τους για να μην αποτελούν τάξη.

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΖΕΝΑΚΟΣ: Με έναυσμα δύο σκέψεις που διατυπώνονται στη συζήτηση που προηγήθηκε, πρώτον, ότι ο κόσμος έκανε μια επιλογή υπέρ του χάους με τον ΣΥΡΙΖΑ, και δεύτερον, ότι κάποιες πράξεις επιδρούν «μεταδοτικά», «μετασχηματιστικά», θα ήθελα τη γνώμη σας σε σχέση με τα εξής, συγγενή μεταξύ τους, ερωτήματα: Καταρχάς, πώς μπορούμε να σκεφτούμε την κυβέρνηση της Αριστεράς αφενός ως προς το τι είδους συνέχεια και συνέπεια της «ζαριάς» αποτελεί, αφετέρου ως προς τη «μεταδοτική» ή «μετασχηματιστική» επίδρασή της; Μ’ άλλα λόγια, ποια είναι η σχέση μεταξύ της επιλογής υπέρ χάους και της συγκεκριμένης realpolitik της κυβέρνησης της Αριστεράς; Και έχει όντως αυτή η πολιτική, ως ασκούμενη πλέον με συγκεκριμένο τρόπο, τη δυνατότητα να λειτουργήσει μεταδοτικά; Περαιτέρω, η παρατηρούμενη κοινωνική σιωπή πώς μπορεί να γίνει αντιληπτή ως αποκρυστάλλωση της «ζαριάς» που έριξε ο κόσμος; Δεχόμενοι, δηλαδή, ότι η «προδοσία» αφορά μόνο τους πρώην στρατευμένους και ότι το ζήτημα δεν είναι η «μη εκπλήρωση υποσχέσεων», πώς μπορούμε να περιγράψουμε τον μηχανισμό της σιωπής και τι θα μας επέτρεπε να υποθέσουμε ότι η σιωπή αυτή συνιστά πράγματι έναν σιωπηρό μετασχηματισμό;

Ε.Κ.: Καταρχάς, να πω ότι αυτό που λέει ο Άκης περί ζαριάς το συμμερίζομαι μόνο κατά ένα μέρος. Συμφωνώ και το έχω γράψει και στο UNFOLLOW παλιότερα, ότι υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ με την ελπίδα της οικονομικής καλυτέρευσης και στο πλαίσιο τού «ας δούμε τι θα κάνουν κι αυτοί». Υπήρχε όμως και μια μεγάλη μερίδα κόσμου, κατά την άποψή μου, που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ για να βάλει ένα φρένο στον νεοφιλελεύθερο κατήφορο που είχε πάρει η χώρα. Με την πίστη δηλαδή ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα έφερνε λιγότερο σκληρά μέτρα, θα προστάτευε περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις, την πρώτη κατοικία, το σύστημα υγείας και γενικά τα όποια ίχνη κοινωνικού κράτους είχε ποτέ η Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των θέσεων στο Δημόσιο, που με την πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, ως υπουργού της κυβέρνησης Σαμαρά, έμοιαζαν να είναι πιο επισφαλείς από ποτέ. Η εμπλοκή προσώπων που ανήκαν στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ με κοινωνικά κινήματα αντίστασης στις διαρθρωτικές αλλαγές επέτεινε, νομίζω, τις προσδοκίες αυτές. Στο κομμάτι τούτο, ο ΣΥΡΙΖΑ και πέτυχε και απέτυχε. Εξαρτάται από ποια σκοπιά θα το δει κανείς. Απέτυχε να αναμετρηθεί με την προσδοκία – τόσο την απόλυτη όσο και τη συμβιβασμένη, που εκφράζεται στην Ελλάδα με την κουβέντα «και τα μισά να κάνει, καλά είναι». Πέτυχε όμως αν σκεφτούμε ότι μια άλλη κυβέρνηση που πίστευε στην ουσία των διαρθρωτικών αλλαγών, θα έφερνε ενδεχομένως σκληρότερα μέτρα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έκανε ούτε τα μισά –θετικά– από όσα κάποιοι περίμεναν, αλλά έκανε ενδεχομένως τα μισά –αρνητικά– από αυτά που θα έκαναν άλλες κυβερνήσεις.

Όσον αφορά τη μετασχηματιστική επίδραση της Αριστεράς, υπάρχουν δύο ζητήματα. Το ένα αφορά την πολιτική οικονομία και νομίζω ότι το απάντησα πιο πάνω. Το άλλο αφορά τους κοινωνικούς αγώνες. Κι εδώ, η κυβέρνηση της Αριστεράς πιστώνεται μεν με κάποιες νίκες που έδρασαν και θα δράσουν στο μέλλον μετασχηματιστικά –ενδεικτικά αναφέρω Προσφυγικό, φύλο, παιδεία– αλλά και με μια σημαντική ήττα, την οποία ξεκάθαρα δεν συμμερίζεται ο Άκης. Εγώ προσωπικά θεωρώ ήττα την αποσύνδεση των δικαιωμάτων από το ζήτημα της κοινωνικής τάξης. Και πάλι, όμως, υπάρχουν δύο τρόποι να το δει κανείς. Ο ένας είναι μέσα από το πρίσμα της προσδοκίας και ο άλλος μέσα από το πρίσμα της εναλλακτικής. Σε σχέση με το τι προσδοκούσε ο κόσμος, τα κινήματα, οι Αριστεροί, ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ να μην κατάφερε να έχει την κοινωνική επίδραση που αναμενόταν. Σε σχέση όμως με το τι θα έκαναν άλλες κυβερνήσεις, νομίζω ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς, στο θέμα του κοινωνικού μετασχηματισμού τα πήγε καλά. Κι εδώ είναι που μου αρέσει το concept του Γαβριηλίδη περί «μεταδοτικότητας». Είναι σημαντικό κάποιες ιδέες να απαξιώνονται και άλλες να προωθούνται. Δεν βλέπουμε το αποτέλεσμα άμεσα, αλλά σε βάθος χρόνου. Η λειτουργία είναι ριζωματική. Άλλες ρίζες προωθούνται και δυναμώνουν, κι άλλες μαραίνονται κι εξαφανίζονται. Στο πεδίο αυτό έχουμε πρόοδο, νομίζω.

Τη σιωπή ως φαινόμενο δεν θα την αντιληφθούμε ξέχωρα από την έννοια της κοινωνικής τάξης και του «προνομίου». Ο κόσμος του μεροκάματου δεν έχει χρόνο και δεν έχει εργαλεία να αντισταθεί. Τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ να βγάλει τα προς το ζην – υποφέρει από την ανέχεια, την κατάθλιψη, τον φόβο για το αύριο. Δεν κάθεται σ’ ένα γραφείο όπως εμείς να διαβάζει Μαρξ, Ρανσιέρ και Λακλάου – να προσθέσω και τον Javier Ayuero που τον αγαπώ πολύ κι ας μην είναι μεγάλο όνομα σαν τους προαναφερόμενους. Η λαϊκή οικογένεια, που λέει και ο Κουτσούμπας, θα βγει στον δρόμο αν οργανωθεί, αν της δοθούν τα εργαλεία, αν έχει κάτι χειροπιαστό να ελπίζει. Διαφορετικά παλεύει τη ζωή ως μονάδα: να διορίσει το παιδί, να βρει μια δουλίτσα ο ίδιος, να κάνει οικονομία, να δανειστεί, και σπάνια είναι διατεθειμένοι οι άνθρωποι του μεροκάματου να ρισκάρουν. Αν τα δεις τα πράγματα από τη δική τους σκοπιά, ακόμη και το να χάσεις ένα μεροκάματο για να πας σε μια πορεία ή σε μια συζήτηση σε ένα στέκι αλληλεγγύης είναι ρίσκο. Εμένα προσωπικά αυτό με απασχολεί. Αυτός ο βουβός πόνος και το σκύψιμο του κεφαλιού και η γνωστική φτωχοποίηση των Ελλήνων ως αποτέλεσμα του να μεγαλώνουν γενιές μέσα σε σπίτια όπου η μόνιμη κουβέντα είναι το μεροκάματο, ο ΕΝΦΙΑ και ο λογαριασμός του ηλεκτρικού. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η Αριστερά πρέπει να στοχοθετήσει μια αλλαγή σε αυτό το επίπεδο. Στο ερώτημα «και τώρα τι;» Αυτή είναι η δική μου απάντηση.

Α.Γ.: Το ερώτημα αυτό, ξαναβάζοντας από το παράθυρο ό,τι μόλις βγάλαμε από την πόρτα, παράγει ένα ενδιαφέρον οξύμωρο: πώς μπορούμε να παραμείνουμε πιστοί στην απιστία; Και πώς, με ποιο μέτρο, μπορούμε να μετρήσουμε αν κάποιος άλλος έμεινε;

Αυστηρά μιλώντας, δεν μπορούμε. Διότι η απιστία δεν είναι εγκατάλειψη μιας σταθερής πορείας προς υιοθέτηση μιας άλλης, εξίσου σταθερής – τότε δεν θα ήταν απιστία, αλλά πίστη. Είναι η ίδια η εγκατάλειψη – τελεία. Είναι ένας degagisme, για να χρησιμοποιήσω έναν αμετάφραστο γαλλικό νεολογισμό τον οποίο εισηγηθήκαμε προ ετών στο σχετικό παιγνιώδες –αλλά σοβαρό– Μανιφέστο που βγάλαμε εδώ στο Βέλγιο, μια ομάδα με το όνομα Collectif Manifestement, εμπνευσμένοι από την τυνησιακή και τις άλλες αραβικές εξεγέρσεις. Degagisme σημαίνει να διώχνεις κάποιον από την καρέκλα της εξουσίας χωρίς να έχεις κάποιον άλλον «σωστό», «καλύτερο» να βάλεις στη θέση του, ή κάποιο πρόγραμμα για μια καλύτερη κοινωνία.

Θυμίζω εδώ ότι η αραβική λέξη ζαρ έχει περάσει και στα γαλλικά και δηλώνει την ενδεχομενικότητα, τo αστάθμητο (le hasard), όπως και στα αγγλικά όπου δηλώνει τον κίνδυνο.

Τo αστάθμητο δεν μπορεί να έχει συνέχεια και συνέπεια. Ούτε μια κυβέρνηση, ούτε άλλος κανείς μπορεί ή πρέπει να αποτελεί συνέχεια και συνέπεια μιας ζαριάς. Η ζαριά είναι κάτι που διακόπτει, όχι κάτι που συνεχίζεται.

Στο τάβλι, όταν κάποιος ρίξει τα ζάρια, μετά αναπόφευκτα ακολουθεί για κάποια δευτερόλεπτα, ακριβώς, σιωπή. Τόσο περισσότερη όσο πλησιάζουμε προς την κρίσιμη τελική φάση του παιχνιδιού. Η σιωπή αυτή σημαίνει περίσκεψη• ο παίκτης διερευνά διάφορα σενάρια για το πώς μπορεί να κινήσει τώρα τα πούλια του, εντός του νέου αυτού πλαισίου που βρήκε μπροστά του και δεν επέλεξε αυτός. Ή ενδεχομένως στα όριά του, αν τα καταφέρει. Αυτό που έχει σημασία είναι όχι η πιστότητα, αλλά η παρέκκλιση.

Το τάβλι παίζεται σε τρεις-τέσσερις παραλλαγές, μία από τις οποίες έχει ως όνομα την προστακτική του ρήματος φεύγω. Μετά τη ζαριά, και τη σιωπή, ακολουθεί η φυγή. Αυτό που έχει σημασία είναι η γραμμή φυγής. Η οποία δεν τελεί σε αναγκαία και γραμμική σχέση με το αποτέλεσμα της ζαριάς. Δεν αποτελεί εφαρμογή ενός σχεδίου ή τήρηση ενός συμβολαίου. Μπορεί να αποτελεί προέκταση, μετασχηματισμό, αξιοποίηση, ή και αντιστροφή της ζαριάς. Ή και όλα αυτά μαζί. Και ταυτόχρονα θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αποκτήσει το νόημά της μια επόμενη ζαριά.

Οι έννοιες της συνέχειας και της συνέπειας υποβάλλουν μια καθησυχαστική αίσθηση λογικής αναγκαιότητας. Φιλοσοφικά ανήκουν στο λεξιλόγιο της τελεολογίας, ενώ πρακτικά στο λεξιλόγιο των μάνατζερ και της διαχείρισης του ρίσκου, οικονομικού ή πολιτικού. Και τα δύο αυτά λεξιλόγια διαγράφουν την ενδεχομενικότητα. Απαιτούν προβλεψιμότητα• οι παίκτες κάνουν τώρα ένα βήμα, και μετά το επόμενο, το οποίο δεν πρέπει να ξεφεύγει και να είναι στην ίδια λογική με το προηγούμενο. Στο παίγνιο της πολιτικής, όμως, όσο πιο προβλέψιμος είσαι, τόσο πιο εύκολη κάνεις τη δουλειά των αντίπαλων παικτών.

Όλα αυτά δεν οδηγούν σε ανορθολογισμό. Το ρίξιμο μιας ζαριάς  δεν έρχεται σε αντίθεση με τον πραγματισμό, τη realpolitik, ούτε τον αποκλείει. Απλώς ανήκουν σε διαφορετικές στιγμές, διαφορετικά επίπεδα. Η εκλογική συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας ήταν μία, δεδομένων των –ανώμαλων– συνθηκών, ορθολογική επιλογή. Όταν αυτά που έχεις δοκιμάσει έφεραν αποτελέσματα γνωστά και αρνητικά, είναι ρεαλιστικό να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο.

Ο μετασχηματισμός, το χάος, ήταν ήδη αυτή η ίδια η ζαριά, όχι κάτι που αναμενόταν να έρθει μετά ως αποτέλεσμα ή εφαρμογή της.

Με αυτή την έννοια, η τωρινή ελληνική κυβέρνηση παρέμεινε πράγματι «πιστή στην απιστία» όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Και αυτό το «όσο», όπως έλεγε ο Σπινόζα, καθορίζεται από την ισχύ του δικού μας σώματος σε συνάρτηση με τις άλλες δυνάμεις με τις οποίες συναντόμαστε.

Η κυβέρνηση αυτή αναστάτωσε όσο καμία άλλη τη λεγόμενη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, επί πολλούς μήνες. Όταν λέω «αναστάτωσε», το εννοώ με την ισχυρή σημασία του όρου• όχι τόσο ότι «έπαιξε ως ίσος προς ίσο» και ότι «μπήκε στο γήπεδο για να νικήσει», αλλά πρωτίστως με την έννοια ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι δεν ήξεραν τι να κάνουν απέναντί της, δεν καταλάβαιναν. Έλεγε πράγματα που φαίνονταν ξένη γλώσσα και που δεν ήταν δυνατό να μεταφραστούν. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στη γλωσσομάθεια του ενός ή του άλλου. Υπήρξε ένα πρόβλημα μεταφρασιμότητας. Και ακόμη υπάρχει. Είναι σαν, σε έναν χώρο όπου όλοι ως τότε έπαιζαν με βάση κάποιες άγραφες και άρρητες συμβάσεις, να εισέβαλε κάποιος που δεν τις γνωρίζει ή δεν τις τηρεί. Γι’ αυτό και οι ενέργειες του πρωθυπουργού και κάποιων υπουργών, επιπλέον –ή αντί– της πολιτικής αντίθεσης, προκαλούν ενίοτε μια αίσθηση σκανδαλισμού, σαν να πρόκειται για κάποιου είδους αγένεια, απρέπεια. Τόσο εκτός όσο και εντός Ελλάδος.

Δεν πρέπει να αναμένουμε κάτι περισσότερο από μία κυβέρνηση. Δεν είναι δουλειά μιας κυβέρνησης να έκανε κάτι περισσότερο. Για να γίνει, θα έπρεπε να ήταν ο κόσμος ανάποδα. Μεταξύ άλλων, να υπήρχε ένα ευρύτατο διεθνές κίνημα αλληλεγγύης, κυρίως δηλαδή ευρωπαϊκό, το οποίο δεν υπήρξε, διότι και με την ευρωπαϊκή αριστερά υπάρχει περίπου το ίδιο πρόβλημα μεταφρασιμότητας: και αυτή είναι διαπαιδαγωγημένη να σκέφτεται με τις διαφωτιστικές κατηγορίες της πρωτοπορίας, της εκπροσώπησης, των «προταγμάτων» και των «προγραμμάτων» – ή ενημερώνεται από έλληνες εκπροσώπους αδελφών κομμάτων, που είναι έτσι διαπαιδαγωγημένοι. Στον ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλε δικές της φαντασιώσεις και προσδοκίες, και όταν δεν τις είδε να επιβεβαιώνονται, απογοητεύτηκε και κατέληξε και αυτή σε θεωρίες «ταξικού συμβιβασμού» ή «προδοσίας». Έτσι, δεν μπόρεσε –ή δεν νοιάστηκε και πολύ– να επικοινωνήσει με αυτό που γινόταν στην Ελλάδα, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις διανοουμένων.

 


ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Ελισάβετ Κυρτσόγλου


Η Ελισάβετ Κυρτσόγλου είναι οικονομική μετανάστις στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1997 όπου και εξακολουθ...

ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Άκης Γαβριηλίδης


Ο Άκης Γαβριηλίδης γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε νομικά στο ΑΠΘ και ολοκλήρωσε διδακτορι...

ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Αυγουστίνος Ζενάκος

[email protected]


Ο Αυγουστίνος Ζενάκος εργάστηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» από το 2000 ως το 2010. Συνεργάστηκε με διάφορα ...