unfollow-sindromes
unfollow-sindromes
FREE - WEB ONLY - ΑΡΘΡΑ - ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

Για τη συγνώμη του Άδωνι

and | 28/1/2017 - 20:57

Θα ήταν απλώς αδιανόητο να υπάρξει μια «συγνώμη Γεωργιάδη προς την Εβραϊκή Κοινότητα» δίχως όλη τη διαδικασία αλλαγής των κριτηρίων πρόσληψης της πολιτικής δράσης που έχει προηγηθεί. Κι αυτό είναι που επιτρέπει στον Γεωργιάδη να ζητήσει τη συγνώμη του χωρίς να προσημοποιήσει είτε τον ρατσισμό είτε τον αντιρατσισμό. Ο Γεωργιάδης αποποιείται τον αντισημιτισμό επειδή προσχώρησε στον ορθολογισμό και στην ευθύνη, τον αποποιείται ως ολοκλήρωση, ως τελευταία πράξη αυτής της προσχώρησης. Είναι το success story του Ακραίου Κέντρου, που παραλαμβάνει το πτυχίο του.


Όπως έχει γίνει ήδη ευρέως γνωστό, ο αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Άδωνις Γεωργιάδης δημοσιοποίησε χθες, Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος, ένα σύντομο κείμενο στο οποίο ζητεί «συγνώμη από την Εβραϊκή κοινότητα» για την αντισημιτική του στάση στο παρελθόν. Στο κείμενο δηλώνει: «Στο παρελθόν είχα συνυπάρξει και ανεχτεί τις απόψεις ανθρώπων που έδειξαν ασέβεια στους εβραίους συμπατριώτες μου και γι αυτό το λόγο αισθάνομαι την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη από την Εβραϊκή Κοινότητα. Ακόμα περισσότερο λυπάμαι που υποστήριξα και προώθησα το υβριστικό για τους Εβραίους βιβλίο του Κώστα Πλέυρη. Τα τελευταία όμως χρόνια έχω μάθει πολλά για τον Εβραϊκό λαό, την ιστορία του και την προσφορά των Ελλήνων Εβραίων στην χώρα μας και έχω προσπαθήσει πολύ και προσπαθώ να ενημερώσω όλους τους συμπολίτες μας για την συνεισφορά τους αυτή. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο αντισημιτισμός δεν έχει και δεν πρέπει να έχει θέση στη δημοκρατία μας και στον πολιτισμό μας. Το ολοκαύτωμα του Εβραϊκού λαού αποτελεί το μεγαλύτερο αίσχος του σύγχρονου πολιτισμού μας και μέσω της θυσίας του ισχυροποιήθηκε η δημοκρατία, ο αντιρατσισμός, και η πίστη στην ισότητα και την ελευθερία των λαών».

Τη δημοσιοποίηση του κειμένου ακολούθησε, όπως ήταν αναμενόμενο, η διατύπωση πολλών και διάφορων απόψεων γύρω από την «αυτοκριτική» του (πρώην;) αντισημίτη πολιτικού. Από τη μία πλευρά, εμφανίστηκαν, κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα, οι συνήθεις κατηγορίες για υποκρισία, οι λοιδορίες κάθε λογής – οι περισσότερες από αντιδεξιά, αντιφασιστική σκοπιά, αλλά και κάποιες του γνωστού είδους που μάλλον -ως τώρα τουλάχιστον- περιλάμβανε και τον Γεωργιάδη, αυτό που συνοψίζεται στο «άντε γλείψε τώρα τους Εβραίους για τη θεσούλα». Δυστυχώς, η φαινομενικά συμπτωματική παραλληλία των δύο αυτών προσεγγίσεων εκβάλλει σε κάτι που εντέλει δεν είναι συμπτωματικό: το να λες ότι ο Άδωνις, σε πείσμα οποιασδήποτε δήλωσής του, παραμένει αντισημίτης -είτε επειδή θεωρείς ότι «ο φασίστας δεν αλλάζει» είτε επειδή πιστεύεις ότι τελικά δεν άντεξε και υπέκυψε στη σκοτεινή δύναμη των Εβραίων- είναι μια κοινότοπη ηθικολογία. Μια ηθικολογία που στο όνομα μιας καθαρότητας στη διαχρονία αποκρύπτει τη διαρκώς ανοικτή και μεταβαλλόμενη στη συγκυρία λήψη θέσης, πέραν ενός κριτηρίου συνέπειας και άμεσης επαφής με εναν κάποιον πυρήνα, άθικτο υποτίθεται, του εαυτού. Στο κάτω κάτω, αν θεωρήσουμε οπορτουνιστική τη μετάνοιά του, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην θεωρήσουμε οπορτουνιστικό και τον αντισημιτισμό του: ένας πολιτικός χρησιμοποιήσε τον αντισημιτισμό για να προκαλέσει και για να εκμεταλευτεί ταπεινά ένστικτα και έχοντας καβαλήσει το κύμα ως την πολιτική αναγνώριση, πρώτα τον αποσιωπά για ένα διάστημα και ύστερα τον αποποιείται για να συνεχίσει ελεύθερος από βαρίδια. Μια τέτοια περιγραφή μοιάζει «αληθής» για την πορεία του κ. Γεωργιάδη, μην εξετάζοντας καθόλου την «αλήθεια» των λεγομένων του, παλαιότερων ή σημερινών. Κι άλλωστε, ουδέποτε αισθανθήκαμε την ανάγκη να αναρωτηθούμε αν ο Άδωνις Γεωργιάδης ήταν στ’ αλήθεια αντισημίτης, ώστε να οφείλουμε να αναρωτηθούμε τώρα αν στ’ αλήθεια μετάνιωσε. Είναι κάτι, αυστηρά μιλώντας, πολιτικά αδιάφορο, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών, που ελάχιστα ενδιαφέρει αν καποιος εφαρμόζει ένα Μνημόνιο με χαρά ή με τύψεις.

Από την άλλη, τόσο στα κοινωνικά δίκτυα όσο και στα ΜΜΕ κυριάρχησε η αναγνώριση πως ό,τι και να πει κανείς κατά τα άλλα για τον κ. Γεωργιάδη, η δήλωσή του αφενός απαιτούσε γενναιότητα, αφετέρου ήταν αντικειμενικά θετική, αφού εκφράζει τα ιδεώδη του αντιρατσισμού. Η Athens Voice, λόγου χάρη, τιτλοφόρησε την είδηση: «Γενναία συγνώμη Άδωνι»· Ο Κώστας Γιαννακίδης έγραψε στο protagon.gr: «Είναι καιρός να αναγνωριστεί και στην Ελλάδα το δικαίωμα στη συγγνώμη και στην εξέλιξη»· ως και ο Δημήτρης Ψαρράς αναγνωρίζει στην Εφημερίδα των Συντακτών ότι «η ομολογία του λάθους πρέπει να αναγνωριστεί ως πράξη πολιτικού θάρρους». Ίσως πιο ολοκληρωμένα από όλους διατυπώνει το επιχείρημα ο Άκης Γαβριηλίδης: κατά πρώτον, υποστηρίζει πως «η αυτόβουλη και χωρίς καμία πίεση δημόσια δήλωση αναθεώρησης της προηγούμενης κοσμοθεωρίας αποκτά μεγαλύτερη αξία, το δε ρήγμα και η σύγχυση που προκαλεί στο μέχρι τώρα συμπαγές αντισημιτικό στρατόπεδο είναι αξιοσημείωτη». Δεύτερον, επισημαίνει: «Δεν αποκλείεται, πράγματι, τα εσώτερα κίνητρα αυτής της συγκεκριμένης συγνώμης του Γεωργιάδη να είναι η επιθυμία του να κερδίσει ψήφους. Και λοιπόν; Εάν είναι έτσι, τόσο το καλύτερο: νικήσαμε! Αυτό δείχνει ότι ο αντισημιτισμός έχει υποχωρήσει στην κοινωνία· φέρνει πλέον λιγότερες ψήφους απ’ όσες φέρνει η απάρνησή του. Το αντίθετο θα σήμαινε αριστερή μελαγχολία και συντηρητισμό: όποιος υπήρξε μέχρι τώρα ρατσιστής, θα παραμείνει –και πρέπει να παραμείνει- για πάντα ρατσιστής· δεν θέλουμε να μετασχηματιστεί, γιατί τότε δεν θα μπορούμε να τον καταγγέλλουμε και να αναδεικνυόμαστε εμείς ως οι μόνοι συνεπείς αντιρατσιστές». Και καταλήγει: «Από την άποψη της αντιρατσιστικής πολιτικής, λοιπόν, η συγνώμη αυτή είναι μία σημαντική επιτυχία, και ένα εξαιρετικό εργαλείο για τη συνέχιση της προσπάθειας. Ακόμη και αν ευσταθεί το σενάριο ότι ο συγκεκριμένος “από μέσα του” παραμένει αντισημίτης, είναι θαυμάσιο νέο ότι παραμένει, ακριβώς,από μέσα του και ντρέπεται να το δηλώσει και απ’ έξω. Δεν κερδίζουμε τίποτα με το να απορρίπτουμε και να λογοκρίνουμε τη δήλωσή του στη βάση της “ασυνέπειάς” της με προηγούμενες δηλώσεις. Αντιθέτως, έχουμε κάθε λόγο να αξιοποιήσουμε αυτή την ένταση και την ασυνέπεια ως εργαλείο για να ξηλώσουμε το πλεκτό· για να κάνουμε και τους υπόλοιπους ρατσιστές να ντρέπονται για το ρατσισμό τους». Μολονότι ούτε εδώ απουσιάζει μια κάποια ηθικολογία (Γιατί να ντρέπεται ο Γεωργιάδης; Γιατί είναι αυταπόδεικτο πως ένας που είναι αντισημίτης από μέσα του αλλά δεν το δηλώνει, πράττει έτσι επειδή αισθάνεται ντροπή;), εντούτοις το επιχείρημα είναι ξεκάθαρο: το να ανακαλείται ο ρατσιστικός λόγος είναι προφανώς προτιμότερο από το να αναπαράγεται, συνεπώς η συγνώμη Γεωργιάδη είναι κάτι αντικειμενικά θετικό.

Το πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα είναι ιδιότυπο κατά το ότι η επισήμανσή του δεν το αντικρούει ακριβώς. Σωστότερο θα ήταν να πούμε ότι η επισήμανση του προβλήματος προσδιορίζει το επιχείρημα ως μέρος ενός πολιτικού τοπίου.  Μ’ άλλα λόγια, το επιχείρημα είναι σεβαστό. Ναι, πράγματι, είναι αντικειμενικά θετικό για έναν αντιρατσιστή όταν οποιοσδήποτε λέει αντιρατσιστικά πράγματα αντί να λέει ρατσιστικά. Αλλά το ότι εδώ ουσιαστικά αγνοείται πως ο Άδωνις Γεωργιάδης δεν είναι οποιοσδήποτε, δεν είναι ο συνομιλητής μας στην παρέα, λόγου χάρη, που του αλλάξαμε μυαλά ή που τέλος πάντων αποφάσισε να μην πολυρίχνει ρατσιστικές κορώνες γιατί φοβάται τη χλεύη μας, δεν είναι κάτι άνευ λειτουργίας: τουναντίον, η λειτουργία του είναι να μην μας αφήνει να δούμε τη συγνώμη του Γεωργιάδη ως την τελευταία πράξη ενσωμάτωσής του, κάπως σαν τελετή μύησης μετά από μαθητεία· μιας ενσωμάτωσης που θα πρέπει να περιγραφεί λιγότερο ως «ξέπλυμα» της ακροδεξιάς -μια συνήθης διατύπωση που δεν μας φαίνεται πολύ χρήσιμη- και περισσότερο ως μέρος της διαδικασίας μετασχηματισμού της δημόσιας συζήτησης, και άρα των εμπράγματων δυνατοτήτων του πολιτικού λόγου, που έχει συντελεστεί. Αυτή η διαδικασία, αποτέλεσμα της επιτυχούς παρέμβασης της τεχνολογίας του Ακραίου Κέντρου στη δημοσιότητα, περιλαμβάνει κομβικά κεφάλαια που έχουν να κάνουν με τον χειρισμό της Ακροδεξιάς. Και αυτό που είναι εδώ «αυτόβουλο» δεν είναι η πορεία προς μια αλήθεια που μας κάνει, εμάς τους αντιρατσιστές, να νικάμε, αλλά μια βούληση που αναγνωρίζει αυτόν τον μετασχηματισμό ως ένα βασικό βήμα για την επέκταση στο πεδίο ενός αφηρημένου αντιρατσισμού με όρους άλωσης. Δηλαδή, δεν αρκεί να εντοπίζεται μια κάποια θετικότητα της αντιρατσιστικοποίησης των πρώην ρατσιστών, αλλά πρέπει να ανιχνεύεται το πώς αυτή η αντιρατσιστικοποίηση μεταλλάσσει την αντικειμενική λειτουργία του αντιρατσισμού στο πολιτικό πεδίο. Διότι, όπως ο ρατσιστής ‘Αδωνις μπορεί να αλλάζει, δεν αποτελεί δηλαδή μια κλειστή στον εαυτό της ταυτότητα, έτσι και ο αντιρατσισμός δεν αποτελεί ένα κλειστό σε σημαινόμενα σημαίνον, αλλά με τη σειρά του μεταλλάσσεται όταν ένας ρατσιστής προσχωρεί σ΄ αυτόν.

Voridis-Georgiadis-Samaras2

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στο τεύχος 35 του UNFOLLOW, τον Νοέμβριο του 2014, ο τότε υπουργός Υγείας της Νέας Δημοκρατίας Μάκης Βορίδης ερωτάται για την αντιδημοκρατικότητα της κράτησης στο στρατόπεδο μεταναστών της Αμυγδαλέζας και απαντά: «Έχει κριθεί και σε διεθνές επίπεδο και σε επίπεδο δικαστηρίων ότι για ένα ορισμένο διάστημα κράτησης διοικητικού χαρακτήρα, προκειμένου να διεκπεραιωθούν οι αιτήσεις ασύλου και να υπάρξει διαδικασία ενδεχομένως επαναπροώθησης, είναι θεμιτός ο περιορισμός της ελευθερίας». Βλέπουμε εδώ ότι ένας εγνωσμένων ακροδεξιών απόψεων και προέλευσης πολιτικός δεν δίνει την ενδεχομένως «δεξιά» απάντηση περί προστασίας της ακεραιότητας του Έθνους αλλά την «κεντρώα», «διαχειριστική» απάντηση που τα θέλει όλα αυτά μέρος ενός σχεδίου εξισορρόπησης δικαιωμάτων, ένα ζήτημα στάθμισης.

Το ερώτημα, όμως, αν ο Μάκης Βορίδης έγινε ξαφνικά τον Νοέμβριο του 2014 ένας φιλελευθεροδημοκράτης είναι ένα άστοχο ερώτημα. Προσοχή: δεν μιλούμε εδώ για την εφαρμογή φιλελευθεροδημοκρατικών πολιτικών, για την επιμονή, λόγου χάρη, στην εφαρμογή της νομοθεσίας περί ασύλου, που θα απαιτούσε μια φιλοσοφική και νομοτεχνική διευθέτηση στην υπηρεσία μιας σύγχρονης αντίληψης της ισορροπίας ανάμεσα στο κυρίαρχο κράτος και το κράτος δικαίου. Η άθλια κατάσταση της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής ήταν γνωστή, όπως άλλωστε και οι απάνθρωπες συνθήκες στην Αμυγδαλέζα. Αν θέσουμε το ερώτημα ως ένα ζήτημα φιλελευθεροδημοκρατικής επιφοίτησης του Μάκη Βορίδη, θα χάσουμε το προφανές: η επίκληση της φιλελευθεροδημοκρατικής στάθμισης –της νόμιμης κράτησης προκειμένου να διεκπεραιωθούν οι αιτήσεις ασύλου– συγκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα η κράτηση είναι αυθαίρετη και βάναυση και ότι δεν λειτουργεί η διαδικασία ασύλου. Η εικόνα, δηλαδή, που φιλοτεχνείται, ενός κράτους, μιας διοικητικής εξουσίας, που «σταθμίζει» και «διεκπεραιώνει», δεν έρχεται να αφηγηθεί τον εαυτό της, τις φιλελευθεροδημοκρατικές κατηγορίες της «στάθμισης» και της «διεκπεραίωσης», ένα έστω ατελές κράτος δικαίου, αλλά επικάθεται και συσκοτίζει μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το ερώτημα πρέπει να τεθεί διαφορετικά: τι είναι αυτό που επιτρέπει σε κάποιον σαν τον Μάκη Βορίδη να δώσει μια τέτοια απάντηση, τι διευκολύνει μια ερμηνεία που είναι σε τέτοιο βαθμό κόντρα-ρόλος; Θα μπορούσαμε, βέβαια, πεισματικά να απαντήσουμε πως δεν έχουμε εδώ παρά άλλη μια περίπτωση πολιτικής υποκρισίας, έναν πολιτικό που ψεύδεται, αλλά στην πραγματικότητα αυτό τίποτε δεν εξηγεί. Ας πούμε ότι ψεύδεται – που σε κάποιο επίπεδο είναι σίγουρα σωστό. Γιατί, όμως; Ακριβέστερα: πώς; Με ποιον τρόπο; Μ’ άλλα λόγια, και το να έλεγε πως το Έθνος απειλείται από εισβολή αλλοθρήσκων, πάλι ψευδές θα ήταν, αλλά από μια άποψη θα ήταν ένα πιο «φυσικό» ψεύδος. Γιατί αυτό, το συγκεκριμένο ψεύδος; Και, κυρίως, γιατί πείθει, έστω αυτούς που πείθει, έστω στον βαθμό που το κάνει; Η απάντηση σ’ αυτό πρέπει να αναζητηθεί στη δομή της δημοσιότητας, στον τρόπο που έχει οργανωθεί.

Ας αναλογιστούμε ότι τα πρώτα χρόνια της κρίσης, το ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ, αντικείμενο κριτικής ή και περίγελος ως τότε της σοβαρής πολιτικής αρθρογραφίας, αναβαθμίζεται σε «φαινόμενο ΛΑΟΣ», που επιδεικνύει «υπεύθυνη στάση». Ο δημοσιογράφος και διευθυντής της εφημερίδας Η Καθημερινή Αλέξης Παπαχελάς γράφει χαρακτηριστικά, τον Μάρτιο του 2011:

«Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένα κόμμα που κερδίζει σε δημοτικότητα και απήχηση είναι ο ΛΑΟΣ. Μπορεί να απωθεί πολλούς η ιδέα αισθητικά, ιδεολογικά, αξιακά ή δεν ξέρω πώς αλλιώς, αλλά είναι σαφές ότι υπάρχει ένα “φαινόμενο ΛΑΟΣ”. Εχει λοιπόν ενδιαφέρον να δει κανείς τι κάνει σωστά ο κ. Γιώργος Καρατζαφέρης. Κατ’ αρχάς ψήφισε το Μνημόνιο αγνοώντας τον μεγάλο κίνδυνο να χάσει ένα σημαντικό κομμάτι από την πελατεία του, μεγάλο τμήμα της οποίας έχει βιώσει στο πετσί της τις συνέπειες της δημοσιονομικής προσαρμογής. Δεν λογάριασε το ρίσκο της απώλειας ψήφων, αλλά πόνταρε στο ότι θα κερδίσει περισσότερες από μια υπεύθυνη στάση.

»Ο κ. Καρατζαφέρης έχει επενδύσει επίσης στη συναίνεση. Είναι ο πρώτος που μίλησε για την ανάγκη μιας οικουμενικής κυβέρνησης και ο οποίος επαναλαμβάνει μονότονα ότι το πράγμα “δεν βγαίνει έτσι όπως πάει”. Η συναίνεση είναι προφανές πως δεν του έκανε κακό…

»Υπάρχει όμως και ένα ακόμη στοιχείο, αυτό του κοινού νου ο οποίος δεν περισσεύει στη χώρα μας. Οταν όλοι έβγαιναν στις τηλεοράσεις και θρηνούσαν για τα 50 δισ. ευρώ της δημόσιας περιουσίας, ο κ. Καρατζαφέρης βγήκε και μίλησε απλά και χωρίς πολλά πολλά: “΄Οταν βρίσκεσαι σε πόλεμο, τι κάνεις; Δεν πουλάς και τα ασημικά σου για να αγοράσεις όπλα και να τα βγάλεις πέρα; Ε, λοιπόν, πόλεμο έχουμε και τώρα”. Απλές κουβέντες που δεν μπλέκονται σε περισπούδαστες αναλύσεις και βγάζουν νόημα.

»Ο αρχηγός του ΛΑΟΣ έπιασε όμως και τον σφυγμό της κοινής γνώμης σε ένα κρίσιμο θέμα, αυτό του “νόμου και της τάξης”. Η αριστερόστροφη πολιτική ορθότης που μας επεβλήθη για πολλά χρόνια δεν επέτρεπε να τεθούν τέτοια ζητήματα. Ο κ. Καρατζαφέρης τα έθεσε πολύ πριν τα ανακαλύψει το ΠΑΣΟΚ ή, βεβαίως, και η Νέα Δημοκρατία. Αν σε αυτά προσθέσετε και μερικές αξιοπρεπείς παρουσίες από πλευράς πολιτικού λόγου στη Βουλή και το Ευρωκοινοβούλιο έχετε τα συστατικά μιας επιτυχημένης πολιτικής συνταγής. Να τα ξαναθυμηθούμε; Συναίνεση, υπεύθυνη στάση όταν κρίνονται καίρια θέματα, κοινός νους και όχι ξύλινος κομματικός λόγος και νέα επαρκή πρόσωπα. Μήπως είναι αυτά τα συστατικά που περιμένει κάποιος από ένα αστικό κόμμα αντιπολίτευσης και τα οποία προφανώς δεν έχει η Νέα Δημοκρατία;»

Είναι διαφωτιστικό να αντιπαραβάλει κανείς αυτό το άρθρο με τα λεγόμενα του Τάσου Τέλλογλου σε έρευνα που έχουν μεταδόσει οι Νέοι Φάκελοι το 2007, εκπομπή την οποία παρουσίαζε μαζί με τον Αλέξη Παπαχελά και τη Σοφία Παπαϊωάννου. Καταρχάς, παρατίθενται δηλώσεις από το 2003 του Γιώργου Καρατζαφέρη: «Πρώτη προϋπόθεση να μένει κάποιος στην Ελλάδα, να σέβεται τον Έλληνα. Θέλουμε σεβασμό. Δεν μας σέβονται. Μας σκοτώνουν, μας βιάζουν, μας κλέβουν το σπίτι! Μας κλέβουν το βιός μας κλέβουν τα μεροκάματα. Απαιτούμε το σεβασμό τους! Σε αυτή τη χώρα δεν είναι δυνάστες είναι φιλοξενούμενοι χωρίς τη θέληση μας»! Και στη συνέχεια ο Τ. Τέλλογλου διαπιστώνει: «Η στροφή για το ΛΑ.Ο.Σ. έρχεται αργότερα. Η έξαλλη ρητορική κατά των μεταναστών εξοβελίζεται και όλοι οι δεσμοί με την άκρα δεξιά κόβονται τουλάχιστον όταν λειτουργούν οι κάμερες». Στην έρευνα, επίσης, γίνεται εκτενής αναφορά στον Κώστα Πλεύρη, πρώην υποψήφιο με το ΛΑΟΣ, και στον αμετανόητο αντισημιτισμό του, ενώ οπαδοί του ΛΑΟΣ φωνάζουν συνθήματα όπως «Αέρα, αέρα, να φύγει η χολέρα» (εννοούν τους μετανάστες) και «Λαός, στρατός, εθνικισμός».

Βλέπουμε λοιπόν ότι όχι μόνο δεν είναι άγνωστη η ακροδεξιά πολιτική ταυτότητα του ΛΑΟΣ αλλά ότι έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας της δημοσιογραφικής ομάδας, την οποία μάλιστα διηύθυνε ο Α. Παπαχελάς – η δε «μετριοπαθής» στροφή του εντοπίζεται ως προεκλογικό τέχνασμα το 2007. Ωστόσο, το αξιοσημείωτο στο κείμενο του Α. Παπαχελά του 2011 είναι ότι πουθενά δεν γίνεται προσπάθεια να μας πείσει ότι το ΛΑΟΣ δεν είναι πλέον ακροδεξιό. Δεν λέει ότι ο κ. Καρατζαφέρης μετεξελίχθηκε σ’ έναν μη ακροδεξιό πολιτικό, δεν παραθέτει τίποτε που να δείχνει μια τέτοια αλλαγή πολιτικής στράτευσης. Η πολιτική ταυτότητα του κόμματος, με την έννοια αυτή, είναι απλώς εκτός θέματος. Το θέμα, το μόνο θέμα, είναι ότι τη στιγμή που γράφει ο Α. Παπαχελάς, ο Γ. Καρατζαφέρης επιδεικνύει «υπεύθυνη στάση» και «κοινό νου», «επενδύει στη συναίνεση» δίχως να «μπλέκεται σε περισπούδαστες αναλύσεις» και αντιτίθεται στην «αριστερόστροφη πολιτική ορθότητα που μας επεβλήθη για πολλά χρόνια».

Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε απλώς με ένα «ξέπλυμα», όπως συχνά έχουν κατηγορηθεί παρόμοια κείμενα, αλλά με μια θέσπιση κριτηρίων αξιολόγησης, μια αναδιοργάνωση τρόπων αποτίμησης: το σημαντικό για να αξιολογήσουμε ένα κόμμα, μια πολιτική δράση, δεν είναι η πολιτική υπόσταση, οι θέσεις βάσει των οποίων προσδιορίζεται στο πολιτικό πεδίο, αλλά η «υπευθυνότητα», την οποία μπορεί να επιδεικνύει ασχέτως των θέσεων: «υπεύθυνος» μπορεί εξίσου να είναι ένας ακροδεξιός κι ένας δημοκράτης, αρκεί να «επενδύουν στη συναίνεση». Ένα κόμμα «πιάνει τον σφυγμό της κοινής γνώμης» σε σχέση με το «κρίσιμο θέμα του νόμου και της τάξης», όχι επειδή έχει συγκεκριμένη πολιτική οπτική, όχι επειδή υποστηρίζει αυταρχικές, περισταλτικές των δικαιωμάτων πολιτικές, αλλά επειδή ως κάτοχος του «κοινού νου» θέτει ζητήματα απαγορευμένα από την «αριστερόστροφη πολιτική ορθότητα».

Μ’ αυτούς τους όρους, δηλαδή ως έναν μετασχηματισμό ως προς τα κριτήρια, ως μια διαφορετική οργάνωση της συζήτησης, μπορούμε να αντιληφθούμε και την χαρακτηριστική περίπτωση της πρόσληψης στη δημοσιότητα της πολιτικής πορείας του Άδωνι Γεωργιάδη.  Γράφει η Ρέα Βιτάλη:

«…Εργασιομανής, μεθοδικός, αποτελεσματικός, πρακτικός, επικοινωνιακό υπερόπλο της ΝΔ, με άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας (άλλωστε το 1994 ίδρυσε το κέντρο ελευθέρων σπουδών “Ελληνική αγωγή” με σκοπό τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών) ενημερωμένος πάντα, διαβασμένος εις βάθος, με τσαγανό και τσαμπουκά. Απ΄ όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει θα ξεχωρίσω τη φράση-στίγμα “Δεν θ΄ αφήσω την τρόικα να μου πάρει τη δόξα. Θα πράξω ό,τι χρειάζεται και όσες αλλαγές έπρεπε να είχαν γίνει προ πολλού σε τούτον τον τόπο”. Έπιασε εν ολίγοις το κάστανο που οι άλλοι ή πετάνε μακριά ή κάνουν ότι δεν το βλέπουν. Κατεύθυνση σαφής. Πάντα είναι σαφής. Έκτοτε ξεσκεπάζει παθογένειες με παροιμιώδες πείσμα να τις ανατρέψει.

»Συχνά στις παρέες ψιθυρίζουμε ότι ο Άδωνις είναι από τους ελάχιστους που έχουν κολλήσει ένσημα επαγγελματικής εργασίας στη ζωή τους. Έχει δουλέψει. Γνωρίζει στο πετσί του, την πράξη. Συχνά στις παρέες λέμε… Μεταξύ μας λέμε… Συνωμοτικά συμφωνούμε… Στα μουλωχτά επιβραβεύουμε… Πλάκα έχει! Αυτό είναι στα μάτια μου, το πλέον ενδιαφέρον, για τον Άδωνι Γεωργιάδη. Μιλάμε για εκείνον “μεταξύ μας”. Λες και αγωνιούμε μη ξεφύγει η άποψή μας παραέξω, λες και μπορεί να εκτεθούμε υπερασπίζοντάς τον αν δεν είμαστε οπαδοί του κόμματός της ΝΔ. Λες και μας έχουν στοιχειώσει, με φαντάσματα μιας “Δεξιάς”, που τα χρεώθηκε στο διηνεκές, αποκλείοντας ακόμα και την ιδέα κάτι καλού στους κόλπους της. Νταντεύοντας, αντιθέτως, με εξαιρετική επιείκεια και ανοχή όσους μας συστήνονται ως και καλά “λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις”.

»Προτιμούμε να το χειριστούμε ως κοινό μυστικό, ότι ο Άδωνις έχει τα φόντα και τα στοιχεία του πολιτικού, όπως θα έπρεπε να είναι. Ότι μπορεί τα περισσότερα απ΄αυτα τα στοιχεία να’ναι απαραίτητα γι΄αυτο που ορίζουμε ως “νέα μέρα” και “νέα γενιά”. Φαντάσου πόσα κιλά παρεξηγήσεων έχουμε απορροφήσει. Πόσους τόνους κατευθυνόμενης κρίσης για το πρόσωπό του είχαμε μασήσει. Φαντάσου τι κόμπλεξ κουβαλάει στην πλάτη του ο καθένας μας “κομματικής” πειθαρχίας, ενώ τα σύνορα των κομμάτων ευτυχώς καταρρέουν. […]»

Εδώ η πολιτική ταυτότητα αναφέρεται μόνο στον βαθμό όπου υποστηρίζεται πως «κάτι καλό» γεννιέται στους «κόλπους της Δεξιάς», της οποίας τα «φαντάσματα που μας στοιχειώνουν» πρέπει να τα αποτινάξουμε. Έτσι, αφενός η Δεξιά εμφανίζεται ειρήσθω εν παρόδω ως παρεξηγημένη, αφετέρου απελευθερωνόμαστε να αξιολογήσουμε τον πολιτικό στη βάση κριτηρίων όπως η «αποτελεσματικότητα», η «μεθοδικότητα», το «πρακτικό πνεύμα». Το γεγονός ότι ο Άδωνις Γεωργιάδης είναι ακροδεξιός, με όλο το φάσμα ρατσιστικών και εθνικιστικών αναφορών στο ενεργητικό του, με το οποίο έχει επί σειρά ετών παρέμβει στη δημοσιότητα, μετασχηματίζεται σε μια εικόνα «επικοινωνιακού υπερόπλου». Η ανάληψη από μέρους του της μνημονιακής εφαρμογής δεν αναλύεται ως επιλογή με συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο και επιπτώσεις, αλλά ως «τσαγανό και τσαμπουκάς». Ακόμη και η τόσο χαρακτηριστική του αρχαιοπληξία, η οποία έχει συνοδευτεί κατά καιρούς με όλα τα λάθη και τα μαργαριτάρια που θα περίμενε κανείς, αναβαθμίζεται σε «άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας». Η αναδιοργάνωση, τέλος, των κριτηρίων αποτίμησης ενός πολιτικού προτείνεται και ως κοινό μυστικό: έτσι είναι, το ξέρουμε όλοι, αλλά δεν το παραδεχόμαστε επειδή έχουμε «μασήσει τόνους κατευθυνόμενης κρίσης».  Φτιάχνουμε λοιπόν εδώ κι ένα «εμείς που ξέρουμε», που έχουμε αποτινάξει τα φαντάσματα της Δεξιάς για να πούμε ότι –επιτέλους– αυτός ο άριστος γνώστης των Ελληνικών είναι ένας «πολιτικός όπως θα έπρεπε να είναι».

Με παρόμοιο τρόπο αλλά κάνοντας ένα βήμα πιο πέρα και συνδέοντάς την με την αφήγηση των μνημονιακών πολιτικών ως συνεπειών του αμαρτωλού παρελθόντος της χώρας, βλέπει την περίπτωση Γεωργιάδη ο Αθανάσιος Έλλις:

«…Αυτοί, λοιπόν, που χάιδευαν αυτιά μάς έφεραν εδώ. Αυτοί που υπόσχονταν αυξήσεις, προσλήψεις, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και παντός είδους επιδόματα. Συμπτωματικά, ήταν συνήθως και αυτοί που δούλευαν λίγο και απέδιδαν λιγότερο.

»Ο άκρατος αυτός λαϊκισμός και τα ψεύτικα όνειρα μας χρεοκόπησαν. Επειτα από όλα όσα έχουν συμβεί, ύστερα από όλα όσα μάθαμε και υπομείναμε, οι πολίτες οφείλουμε να επιβραβεύουμε τους πολιτικούς που συμπεριφέρονται με ρεαλισμό και ειλικρίνεια. Δυστυχώς, όταν κάποιοι από αυτούς τολμούν να πουν τις πικρές αλήθειες, να λάβουν τα δύσκολα μέτρα, να ενοχλήσουν τα οργανωμένα συμφέροντα και να κάνουν κινήσεις για να περιορίσουν τα κεκτημένα των συντεχνιών, συνήθως καταβάλλουν και το ανάλογο “πολιτικό κόστος”.

»΄Ομως, οι αντιδράσεις που προκάλεσε η αντικατάσταση του Αδ. Γεωργιάδη θέτουν υπό αμφισβήτηση το παραπάνω αξίωμα. Ενας μεγάλος αριθμός πολιτικών και πολιτών συγχαίρουν τον μέχρι πρότινος υπουργό Υγείας. […]

»Υπό αυτό το πρίσμα, η αντικατάσταση του κ. Γεωργιάδη ήταν σφάλμα, αν όχι πρόκληση. Ο πρωθυπουργός έχει το δύσκολο έργο της τήρησης εσωκομματικών και ενδοκυβερνητικών ισορροπιών. Αλλά με την κίνηση αυτή εξέπεμψε στους πολίτες και στους εταίρους το λάθος μήνυμα. Εδειξε ότι δεν υποστηρίζει τους λίγους που αγωνίζονται για τον ορθολογισμό του συστήματος, αυτούς που έχουν το θάρρος, πολιτικό και προσωπικό, να συγκρουστούν. Απέσυρε από το “μέτωπο” έναν αποτελεσματικό μεταρρυθμιστή, υποκύπτοντας, προφανώς, στις αντιδράσεις και πιέσεις των θιγομένων συμφερόντων. Αλλά έτσι δεν οικοδομείται η Νέα Ελλάδα. […]

»Παράλληλα, θα ήταν χρήσιμο αν περιόριζε την υπερβολική έκθεση στα μέσα ενημέρωσης. Οι στοχευμένες παρεμβάσεις είναι πιο αποτελεσματικές, ενώ χωρίς να θυσιάσει τον αυθορμητισμό και την ευθύτητα που τον χαρακτηρίζουν, είναι καιρός να τιθασεύσει κάποιες υπερβολικές συμπεριφορές που δεν βοηθούν και ενίοτε φορτίζουν το κλίμα σε τέτοιο βαθμό που, τελικά, δυσχεραίνουν την επίτευξη του στρατηγικού στόχου. […]»

Εδώ, όλα τα πολιτικά χαρακτηριστικά της πορείας του Α. Γεωργιάδη –η ακροδεξιά, ο αντισημιτισμός, η αρχαιοπληξία, ο εθνικισμός– γίνονται «κάποιες υπερβολικές συμπεριφορές που δεν βοηθούν».  Η περιγραφή είναι παραδειγματική: Οι «αυξήσεις» και οι «προσλήψεις» δεν είναι εργασιακές κατακτήσεις, είναι «χάιδεμα αυτιών». Όπως και οι συνταξιοδοτήσεις, που είναι πάντα και μόνο «πρόωρες», και τα επιδόματα που ουδείς τα αξίζει. Η επιδίωξη μιας ζωής με εργασία και αμοιβή δεν αντιμετωπίζεται ως πολιτικό περιεχόμενο, με το οποίο ο αρθρογράφος μπορεί να διαφωνεί, αλλά ως «ψεύτικα όνειρα» που μας «χρεοκόπησαν». Και φυσικά, αφού μια τέτοια καλή ζωή είναι εκτός πραγματικότητας, τι άλλο μπορεί να είναι αυτός που παρασύρθηκε από έναν τέτοιο «άκρατο λαϊκισμό» εκτός από παράλογος; Είναι, λοιπόν, και πάλι εμφανές ότι έχουμε να κάνουμε με τη θέσπιση νέων κριτηρίων, νέων αξιολογήσεων: όχι μια φιλεργατική πολιτική από τη μία κι από την άλλη μια αντίθετη πολιτική, αλλά ένας παραλογισμός κι απέναντί του ένας ορθολογισμός. Πρόκειται για την οικοδόμηση μιας αδιάβλητης ταυτολογίας: ο πιστεύων παραλογισμούς είναι παράλογος, ο μη πιστεύων, ορθολογικός. Έτσι, κοντά στα κριτήρια της «υπευθυνότητας» και της «αποτελεσματικότητας», έχουμε τώρα κι αυτό του «ορθολογισμού». Ένας «μεταρρυθμιστής» κρίνεται όχι από το περιεχόμενο της μεταρρύθμισης αλλά από την αποτελεσματικότητά της. Ένας πολιτικός κρίνεται όχι από το αν είναι ακροδεξιός αλλά από το αν «αγωνίζεται για τον ορθολογισμό του συστήματος».

Η μικρή αυτή σταχυολόγηση δείχνει πως θα ήταν απλώς αδιανόητο να υπάρξει μια «συγνώμη Γεωργιάδη προς την Εβραϊκή Κοινότητα» δίχως όλη τη διαδικασία αλλαγής των κριτηρίων πρόσληψης της πολιτικής δράσης που έχει προηγηθεί. Κι αυτό είναι που επιτρέπει στον Γεωργιάδη να ζητήσει τη συγνώμη του χωρίς να προσημοποιήσει είτε τον ρατσισμό είτε τον αντιρατσισμό. Ο Γεωργιάδης αποποιείται τον αντισημιτισμό επειδή προσχώρησε στον ορθολογισμό και στην ευθύνη, τον αποποιείται ως ολοκλήρωση, ως τελευταία πράξη αυτής της προσχώρησης. Είναι το success story του Ακραίου Κέντρου, που παραλαμβάνει το πτυχίο του. Αυτό που καταδικάζεται εδώ είναι ο αντισημιτισμός ως ανορθολογισμός, το γεγονός ότι ο αντισημιτισμός χαρακτηρίζει γραφικούς και λαϊκιστές, ότι ένας πολιτικός της ευθύνης δεν μπορεί να είναι αντισημίτης. Η εργαλειακότητα της ενδεχόμενης ψηφοθηρίας ή του γεγονότος ότι ο Άδωνις Γεωργιάδης θα παρευρεθεί ανετότερα στην εκδήλωση για το Ολοκαύτωμα αύριο μαζί με τον αρχηγό του, είναι ήσσονος σημασίας μπροστά στην εργαλειακότητα που οργανώνει εδώ τον αντιρατσιστικό λόγο στο πλαίσιο της ακροκεντρώας τεχνολογίας. Κι αυτό είναι κάτι που οι οπαδοί του επιχειρήματος πως η αποκήρυξη του αντισημιτισμού είναι κάτι αντικειμενικά θετικό, χάνουν τελείως: αποδέχονται, μ’ αυτόν τον τρόπο, την οικειοποίηση του αντιρατσισμού από το Ακραίο Κέντρο, κάτι που οι εν πρώτοις αφελώς στηλιτεύοντες από αντιρατσιτική σκοπιά την υποκρισία του Γεωργιάδη, έστω και άθελά τους, αποφεύγουν. Διεκδικώντας να είναι «οι μόνοι συνεπείς αντιρατσιστές» αντιστέκονται, ενστικτωδώς ίσως, και στην υφαρπαγή του αντιρατσισμού από ένα εγχείρημα που εντέλει ούτε για τον Γεωργιάδη ενδιαφέρεται ούτε για τον αντισημιτισμό· το ακροκεντρώο εγχείρημα που συστηματικά οργανώνει την πολιτική αντιπαράθεση με νέους όρους. Η επιτυχία του οποίου, δυστυχώς, στον μετασχηματισμό του πολιτικού λόγου αποδεικνύεται περίτρανα από τη σπουδή να χαρακτηριστεί η συγνώμη του Άδωνι Γεωργιάδη ως «πολιτικό θάρρος» και «σημαντική επιτυχία από την άποψη της αντιρατσιστικής πολιτικής».

Θα ήταν χρήσιμο, εξάλλου, να δει κανείς μια τέτοια όψιμη απάρνηση του αντισημιτισμού υπό το φως μιας γνήσιας αντικατάστασης: αυτής με τον αντιισλαμισμό. Μιας μεταλλαγής, δηλαδή, της καταστατικής εχθρότητας που το Ακραίο Κέντρο έχει ανάγκη: αν ο αντισημιτισμός ειναι «ανορθολογισμός» και άρα προς χρήση ως χαρακτηριστικό του «ανορθολογιστή» αντιπάλου, ο αντιισλαμισμος φαντάζει ως ο ιδανικός κίνδυνος στη συγκυρία για να κλείσει την ταυτότητα του συνεπούς μεταρρυθμιστή. Η αποδοχή έτσι, της φιλοσημιτικής πια στάσης του Γεωργιάδη έχει ως αντικειμενική συνέπεια κι αυτή την απώθηση της νέας φοβίας που την αντικαθιστά. Απο αυτή την άποψη, δεν ειναι ο Γεωργιάδης που προσχώρησε στην ηγεμονία ενός αντιρατσιστικού λόγου, αλλά οι υποστηρικτές της «θετικότητας της συγνώμης» που δεν βλέπουν πως το παιχνίδι της ηγεμονίας παίζεται αλλού.


ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Αυγουστίνος Ζενάκος

[email protected]


Ο Αυγουστίνος Ζενάκος εργάστηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» από το 2000 ως το 2010. Συνεργάστηκε με διάφορα ...

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

Χρήστος Νάτσης


Ο Χρήστος Νάτσης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Στο UNFO...