FREE - WEB ONLY - ΑΡΘΡΑ - ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Η μπανάλ και εξωφρενική δίκη ενός αναρχικού

| 15/5/2017 - 21:27

Ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε το 2014, σε πρώτο βαθμό, σε εικοσιπέντε χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και για ληστεία στην Alpha Bank της Νάουσας Πάρου, που είχε γίνει τον Αύγουστο του 2012. Είχε απαλλαγεί από τις κατηγορίες της συγκρότησης και ένταξης στην Ε. Ο. «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς», καθώς και από τις κατηγορίες που αφορούσαν την κατοχή εκρηκτικών και πολεμικού υλικού. Σήμερα, στη δίκη του σε δεύτερο βαθμό, όπου συνεκδικάζονται η έφεση του κατηγορούμενου αλλά και η έφεση της εισαγγελίας υπέρ του νόμου, η εισαγγελέας Άννα Καλουτά πρότεινε να κηρυχθεί ένοχος ο Θεοφίλου τόσο για τις πράξεις που του καταλογίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή ληστεία και απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία, όσο και γι' αυτές για τις οποίες έχει αθωωθεί, δηλαδή για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση, ανθρωποκτονία από πρόθεση, απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατασκευή, προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών υλών και διακεκριμένη κατοχή όπλων.


Η εισαγγελέας πρότεινε σήμερα να κριθεί ένοχος ο Τάσος Θεοφίλου. Είναι παράξενο: πρόκειται για κάτι εντελώς αναμενόμενο για όποιον παρακολουθεί τέτοιου είδους δίκες αλλά και ειδικότερα αυτή τη δίκη· και απολύτως ταυτόχρονα είναι ολοκληρωτικά απίστευτο το πώς μια εισαγγελική λειτουργός μπορεί να προτείνει την ενοχή, όταν αυτή δεν έχει αποδειχτεί στο παραμικρό. Η δίκη του Τάσου Θεοφίλου, και εν γένει ο τρόπος που αντιμετωπίζεται από το αστυνομικό και το δικαστικό σύστημα, είναι ακριβώς αυτό: μπανάλ και εξωφρενική. To ίδιο και η συναισθηματική αντίδραση όποιου την παρακολουθεί κι έχει μια στάλα δημοκρατικών πεποιθήσεων: είναι σαν να θες την ίδια στιγμή να χαμογελάσεις με συγκατάβαση και να ουρλιάξεις με οργή.

Το μπανάλ έγκειται στο ότι κανένας δεν περιμένει στην πραγματικότητα να μην αντιμετωπιστεί έτσι ένας αναρχικός κατηγορούμενος. Όλα εκτυλίσσονται αυτονόητα, ως μέρος μιας αξεπέραστης γραφειοκρατικής νομοτέλειας. Ανώνυμα τηλεφωνήματα που δεν αναγνωρίζονται διότι η Αντιτρομοκρατική δεν έχει αναγνώριση κλήσεων, πειστήρια που εμφανίζονται ξαφνικά από το πουθενά, αμφισβητούμενες αναλύσεις DNA, ακόμη και το τσίρκο των πάνοπλων αστυνομικών που αράζουν κάθε φορά έξω από την αίθουσα του Εφετείου ρουφώντας φρέντους, όλα είναι μέρος της χιλοπαιγμένης χορογραφίας της δίκης ενός αναρχικού. Πάρτε για παράδειγμα τον όρο «δεξαμενή υπόπτων». Δίνει και παίρνει στα δικαστήρια, τον αναφέρουν οι κατηγορούμενοι, τον αναφέρουν οι μάρτυρες, οι συνήγοροι υπεράσπισης. Το δικαστήριο τον ξεπερνά, εντάξει, πάμε παρακάτω. Κανένας δεν αγανακτεί, κανένας δεν ρωτάει. Μα, δεξαμενή υπόπτων! Σε μια δημοκρατική χώρα; Πού, τι, ποιος, τι συμβαίνει; Όλοι ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάμε και σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση. Η αστυνομία διατηρεί δεξαμενές υπόπτων, καταλόγους στοιχείων από ομαδικές προσαγωγές, εφόδους σε καταλήψεις, στέκια και διαμερίσματα, συσχετισμούς βάσει φρονημάτων, φιλικών και συγγενικών σχέσεων, συνδικαλιστικής δράσης, συμμετοχής σε διαδηλώσεις και αντιφασιστικά συλλαλητήρια. Και από αυτές τσιμπάει όποιον της φαίνεται βολικός, όταν θέλει να «εξιχνιάσει» κάτι. Ωραία, το ξέρουμε όλοι. Και τι μ’ αυτό; Πάμε παρακάτω.

Το εξωφρενικό είναι ακριβώς το ίδιο: η αστυνομία θέτει ολόκληρες ομάδες ανθρώπων υπό ομηρεία και τους χρησιμοποιεί για να στήσει ένα σκηνικό τρόμου στη δημοσιότητα, με τη σύμπραξη του δικαστικού σώματος και των ΜΜΕ. Κι αυτός που θα στοχοποιηθεί περνάει ένα-ένα τα στάδια της ανακριτικής διαδικασίας, προφυλακίζεται, διαπομπεύεται στα ΜΜΕ, προσάγεται η οικογένειά του, φτάνει στο ακροατήριο, δικάζεται σε πρώτο, ύστερα σε δεύτερο βαθμό, δίχως κανένας από όλους αυτούς τους διαδοχικούς «λειτουργούς» και εγγυητές των δικαιωμάτων να φωνάξει: «Ώπα! Ρε πού τον βρήκατε αυτόν; Δεν έχετε στοιχεία! Καθόλου! Μηδέν! Τι μας ζητάτε να κάνουμε εδώ πέρα;»

Theophilou-BB2

Όλοι τα ξέρουν, ποιος δίνει βάση; Οι λίγοι που τα λέμε, είναι δύσκολο να μην απελπιζόμαστε. Έχουμε παρακολουθήσει τη δίκη του Τάσου Θεοφίλου, έχουμε επισημάνει τη σκευωρία, έχουμε αναλύσει την κατασκευή της «νέας τρομοκρατίας», έχουμε εκθέσει την παραδοξολογία της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και έχουμε περιγράψει τις πολιτικές μετατοπίσεις στις οποίες εντάσσονται όλα αυτά. Με την εισαγγελική πρόταση απλώς βλέπουμε για μια ακόμη φορά την ίδια μεθόδευση, διαφανή σε όλους, σε γνώση των αρχών και της κυβέρνησης –για να μην πούμε πόσοι από τη σημερινή κυβέρνηση την έχουν στο παρελθόν στηλιτεύσει–, κανένα μυστήριο, όλα στη θέση τους. Να τολμήσει κανείς να ελπίσει ότι το δικαστήριο θα είναι ένα από τα ελάχιστα που κάποια στιγμή θυμούνται το Δίκαιο; Ένα από τα ελάχιστα που, έστω και αρνούμενα να φωτίσουν την όλη σκευωρία, έστω και αρνούμενα να κάνουν αυτό που είναι στη δικαιοδοσία τους, δηλαδή να ξηλώσουν όλο τούτο το σκηνικό νομοθετικής, δικαστικής και αστυνομικής αυθαιρεσίας, εντούτοις δεν συναινούν στο τέλος να στείλουν έναν αθώο στη φυλακή; Συμβαίνει. Αποσπασματικά. Δειλά. Σπάνια. Αλλά συμβαίνει. Να τολμήσουμε να ελπίσουμε;

Ο ίδιος ο Τάσος Θεοφίλου έγραψε σήμερα: «Είναι πλέον προφανές πως με την εισαγγελέα παρακολουθήσαμε διαφορετική διαδικασία. Κορυφαία στιγμή που συμπυκνώνει όλη την ουσία της εισαγγελικής βαρβαρότητας ήταν όταν διέκοψε την αγόρευση υπέρ της ισόβιας καταδίκης μου για να διαμαρτυρηθεί για την απουσία κλιματισμού, ενημερώνοντάς μας ότι υποφέρει».

Κλιματισμός και ισόβια. Το μπανάλ και το εξωφρενικό. Όψεις της ίδιας κατεσταλμένης δημοκρατίας.

Η δίκη συνεχίζεται στις 27 Ιουνίου.


ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ

Αυγουστίνος Ζενάκος

[email protected]


Ο Αυγουστίνος Ζενάκος εργάστηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» από το 2000 ως το 2010. Συνεργάστηκε με διάφορα ...